"Κρατώ μέσα μου στον κήπον του μυαλού...
... Εσάς, Φιλόσοφοι που εφάετε μαζίν μου τη σούβλαν του αφχανιστάν τζιαι εμοιραστήκετε τες ψυσιές σας τες όμορφες. Τζιαι που εβαφτίσετε το πάρκον με Αρχαίο πνεύμα αληθινά ελληνικόν -τζιήνον που έν κρίνει τζιαι μεινίσκει αννοιχτόν μπροστά που ούλλες τες απόψεις.
Εσέναν όταν έκατσες ψηλά πάς το τελευταίο σκαλί τζιαι ο ψυχισμός σου αγκάλιασεν το χώρον τζιαι τες πέτρες ούλλες τζιαι είπεν μου 'ΕΑγαπώ σε λεβέντη, Ζήσε.'
...Κρατώ τα γαουράγκαθθα τζιαι τους κόνιζους των χωραφκιών. Το ξερόχωμα, τες πάλες, τα κάτσαρα, τους κουρκουτάες...
Κρατώ το μπλέ της θάλασσας τζι ας με ζαλίζει το λίκνισμαν της."
Ξεσχίστηκα που τα κλάμματα διαβάζοντας τού'ν το κείμενο που ακολουθεί. Το Πνεύμα το Αληθινόν της πικρόγλυκης, ανυπόφορης, της απαραίτητης, γόνιμης, μισητής, λατρευτής και υπέροχης Διασποράς δέν 'νεν στα "έξω" του εξωτερικού - όπως που λέμεν "επή'εν έξω" - μα ζεί στα Εντός: έγκειται μες την εντελέχεια και πεμπτουσία της ψυχής του ξενιτεμένου.
Η Διασπορά είναι μιά από τις ελάχιστες πιθανές πορείες καθ' ην η ψυχή του ατόμου δύναται να σμίξει με την ψυχή του τόπου του. Φεύγοντας από τη χώρα, επιστρέφεις στην Εστία. Τηλε-εγγύτητα. Εφικτόν, βέβαια, μόνο αν η ψυχή το θέλει και επιζητεί την απαιτούμενη καλλιέργεια.
Τι ακριβώς είναι εκείνο που αφήνουμε πίσω φεύγοντας; Τι είναι εκείνο που μας συνοδεύει όπου κι αν μας πάρει ο δρόμος;
"It's not the leaving", τραγουδά η Νάνα Μούσκουρη, "that's grieving me,
But my own true love who's bound to stay behind".
"Τί είναι η πατρίδα μας;" ερωτά ο Ιωάννης Πολέμης. Και έγραψε πρίν περίπου εκατόν χρόνια:
"Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είν'...
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή...
Ολα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα."
Παρη'ορκά, λέω, διαβάζοντας τους στίχους, μήπως απλώς ζητώ παρη'ορκάν - φάρμακον νηπενθές; - γιά τα κλάματα πού 'συρα διαβάζοντας το κείμενο του Διάσπορου;
Κρίμα, τι κρίμα, που οι κομματάρχες, σκατάρχες και καιροσκόποι των εποχών μας ναρκοθέτησαν την κάθε ενασχόληση με το Πνεύμα και την Μητέρα Πατρίδα με τις τοξίνες του εθνικισμού, του μηδενισμού, με την αυθάδεια του "μεταμοντέρνου" εξυπνάκια που ξέρει μόνον είτε να απαρνείται είτε να εκμεταλλεύεται τα περί πατρίδος συναισθήματα.
Και δεν είναι κρίμα μόνο γιατί τούτο συντείνει στο να χαθεί και να αφανιστεί ο λαός μας (το οποίον στα σίγουρα επέρχεται, εκ Διζωνικής εκπορευόμενον). Το ακόμα πιό μεγάλο κρίμα είναι η απώλεια της δυνατότητας του Διεθνισμού - γιατί ο γνήσιος Διεθνισμός, η αγάπη γιά όλους τους λαούς και πατρίδες της Γής μόνο πάνω σ' ένα θεμέλιο δύναται να σταθεί: η αγάπη γιά τα Συμπαντικά ξεκινά από την αγάπη γιά τα ημέτερα ~ Διεθνισμός χωρίς αγαπητικό συσχετισμό με τις οντότητες έθνος και πατρίδα δεν υπάρχει. Πόσον δε μάλλον Σοσιαλισμός, Άμεση Δημοκρατία και Κοινοκτημοσύνη - πως θα διεκδικήσουμε τού'ν τες κοινωνικές παραμέτρους που είναι απαραίτητες γιά την ανέλιξη του πολιτισμού μας, χωρίς αγάπη γιά τον πολιτισμό και την πατρίδα μας;
Αλλά χωρίς εσωτερικό αγώνα τούτα δεν κερδίζονται εύκολα.
Τα όσα μισήσαμε γιά τον τόπο μας, τα όσα μας έδιωξαν και φύγαμε, τα όσα μας κρατούν μακρυά, τα όσα μας ωθούν να του εκτοξεύουμε κατάρες καθημερινές όταν βρεθώμαστε πίσω μες την απαίσια του αγκαλιά - όλα εκείνα, που δίκαια μας ανατριχιάζουν και λέμε "σαν την Κύπρον δέν έσιει" στάζοντες χολή 'που τα χείλη μας... όλα, όλα, δίκαια μας αγανακτούν! Είναι τα ξένα, τα επίπλαστα, τα επιτηδευμένα, τα εξωτερικά του προσωπείου μας, τα πολύ πιό ρηχά του αληθινού μας συλλογικού εαυτού. Είναι εκείνα που πρέπει να αποβληθούν γιά να βρει ο τόπος κι ο λαός μας τον εαυτό του. Και την ελευθερία του.
Μας βασανίζουν γιατί το αισθητήριο μας ορθώς προσλαμβάνει την αρρώστεια του τόπου, την κατοχή όχι μόνο επί της χώρας αλλά και επί του κάθε ατόμου, την αποικιοκρατία μες το πετσί μας, την δουλοπρέπεια, την μικροπρέπεια και αλάζονη μικροψυχία που έχει υπεισέλθει μες το αίμα μας, προσλαμβάνει την έκφυλη ανδροκρατεία, φαλλοκρατία, και πατριαρχία, τις μορφές αυταρχισμού που έχουν παραμορφώσει τις προσωπικές μας σχέσεις, τις οικογενειακές και ερωτικές μας σχέσεις, προσλαμβάνει την κεφαλαιοκρατία και τις αρρωστημένες της ιδεολογίες και συμφεροντολογικές συμπεριφορές, που και εκείνες βέβαια είναι κτισμένες πα'ς στην αντι-ερωτική θρησκοληψία της φεουδαρχικής ψυχικής μας ανωμαλίας που ακόμα δεν αποβάλαμε... Σωστά τα μισούμεν. Όλα. Και ορθώς υποφέρουμε αναγνωρίζοντας τα.
Και τα όσα αγαπήσαμε, τα υπέροχα και τα όμορφα είναι τόσον τρυφερά που δεν μπορούν καν να αρθρωθούν... χωρίς να μας πνίξει το παράπονο, τα κλάμματα. Ο πόθος γιά τη συνένωση μαζί τους, ο Νόστος, δεν είναι απλώς μια επιστροφή του σώματος πίσω στα ίδια (και τα γίδια): το νόστιμον ήμαρ ξημερώνει μόνο στην αλλαγμένη ψυχή. Εκείνη που επιστρέφει εναρμονιζόμενη με τις μεταφυσικές ποιότητες του τοπου, του λαού, της πατρίδος. Και της μητρίδος.
...ΑΥΤΑΡ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΙΕΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ ΝΟΗΣΑΙ ΗΣ ΓΑΙΗΣ, ΘΑΝΕΙΝ ΙΜΕΙΡΕΤΑΙ...
(...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του
να δει να πετιέται προς τ' απάνω, κι ας πεθάνει... )
- Οδύσσεια, Ραψωδία Α, στίχος 57-59.
Όλα τα υπέροχα και τα τρυφερά που πολύ δύσκολα περιγράφονται - και που μας σφάζει να τ' ακούμε - τα ζωγραφίζει με απίστευτη ευαισθησία και ποίηση ο Διάσπορος στο "Αποχαιρετιστόν".
Επιπλέον, με τις εικόνες του ο Διάσπορος επιτυγχάνει το απροσδόκητο. Απαντά σε μερικά 'που τα πιό βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα με την πιό απλή σοφία και χάρη. Με εκείνα που εξηγούν το γιατί θυσιάζουν οι ανθρώποι τις ζωές τους γιά την πατρίδα, το γιατί μπορούν να αντέξουν βασανιστήρια, φυλακές, στερήσεις, απώλειες, εξευτελισμούς και μαρτύρια ανείπωτα:
Τι ακριβώς είναι εκείνο που αφήνουμε πίσω φεύγοντας; Τι είναι εκείνο που μας συνοδεύει όπου κι αν μας πάρει ο δρόμος; Τί είναι η πατρίδα μας;
Λέει:
"...άμα ντζιήσεις της βασιλιτζιάς έστω τζιαι λλίον αφήννει το άρωμαν της να πλανηθεί στο σύμπαν τζιαι ακολουθά σε όπου πάεις για ώραν πολλήν."
Πέτρος Ευδόκας
~~~~~~~~~~
Τελευταίον στην πατρίδα: .....Αποχαιρετιστόν
του Διάσπορου, Τρίτη, Αύγουστος 18
http://diasporos.blogspot.com/2009/08/blog-post_18.html
...πάλε βάλλω τον κούρδο μου να παίξει το 'αλί, αλί τζιαι τρισαλί' του. Πάλε φεύκω. Φτάννω τζιαι φεύκω μαζί, μεγάλη η σύγχιση.
Τζιαι ο κούρδος μου μέσα μου, χωρίς πατρίδα γυρεύκει να να φκάλει που τα σωθικά του τούτον που του λείπει. Ακούτε τον ούλλον, σεβαστείτε με σε τούτην μου τη στιγμήν, ώ διαβάτες, σάν με δκιεβάζετε ακούτε τον κούρδον της ψυχής μου που πονεί με το γλυκόν πόνον που μόνον όσοι ξέρουν να νιώθουν ώς τζιαι το χαμόν σάν επιθυμιτό συναίσθημαν τζιαι δέν το φοούνται μπορούν να δακρύσουν με έτσι μουσική.
Φεύκω φεύκω.
Κρατώ μέσα μου στον κήπον του μυαλού...
Τα γιασεμιά.
Την αγκαλιάν της υγρασίας η ώρα δύο το πρωί στη βεράντα.
Το χρώμαν του καρπουζιού.
Τη γεύσην της τηγανιτής πατάτας.
Το χαμόγελον, ούλλον πίκραν τζιαι περηφάνειαν, του παπά μου την ώραν που μου έδειχνεν με το χέρι μές τον κάμπο πού ήταν ο λάκκος, το σπιτούδιν με τες έγιες, τη φοινιτζιάν του πάππου του, κοντά στην Παλλουρερή. Κοντά στο Δροσίστη. Κοντά στη δωξαμένη. Κοντά στο Σκολείο, μές τες ελιές, μές την πεδιάδαν με το ξεροπόταμο τζιαι τες αφκολλειές. Τζιαι το Χαρκόβουνον που τον έφκεννεν βουρητός. Το δρόμον του Παπάγιαννη, τη Φουντανάκκαν, τη βρύσην του Κάττου, τον παλιόν το μύλον του Παππού μου του άλλου, τα Σπίθκια, τα λιοντάρκα τα σκαλιστά πάς την καμάραν που εσκάλισεν ο πρόπαππος. Κρατώ τα. Κρατώ. Τη κατανόησην που είχαμεν μεταξύ μας ότι μοιράζεται μαζί μου Κληρονομιάν. Είπες μου το χωρίς λόγια.
ΞΕΡΩ ΠΑΤΕΡΑ, ΞΕΡΩ το χωρκόν τωρά παθκιάν παθκιάν. Τζιαι παίρνω το ΜΑΖΙ μου.
Εξανάχτισα το στον Κήπον του Μυαλού τζιαι ζεί αθάνατον. Περπατώ το μαζί σου, κανένας δέν μας το ξαναπορθεί! ΞΕΡΩ να πάω σπίτιν μου. ΞΕΡΩ πού εν το χωράφι, ναί ξέρω.
Κρατώ το Πάρκον που ευλόγησα με τη μουσική μου τζιαι εθώρουν σε μές τα μμάθκια τζι έκλαιες με ούλλους που σε αγαπούν δίπλα, την ώραν που επαίζαμεν απέναντι σου γιατί εκατάλαβες οτι σήμμερα ζείς (ώ τυχερέ μου αγαπημένε) μέραν που μόνον στην κηδείαν τους ζούν οι παραπάνω. Έξερες πως η μουσική μου εν εσέναν που επένθαν τζιαι έκλαιες. "Rex mortuus est, vivat rex." Τζιαι που έξερες οτι στο τέλος του κομμαθκιού ανάστησα σε, ερμαφρόδιτε μου.
Κρατώ τους φίλους.
Εσέναν που εκάτσαμεν κάτω που τη φοινιτζιάν με τ' άστρα να κρέμμουνται πουπάνω του Ταχτακαλά, κρατώ την ηρεμία σου τζιαι τη μουσική που ακούσαμε την αγγελική. Στο αρχοντικό μπαλκόνι ανάψαν τα κεριά, η μελωδία έππεσεν κυμματιστή που τες καμάρες τζιαι αγκάλιασεν μας.
Εσέναν (τρείς) που εγέλας τρανταχτά, ούλλο ζωή, ούλλον όρεξη, εμάσας τα ινδικά κοτόπουλλα τζιαι το χιούμορ σου εν όπως το εφαντάζουμουν. Τζιαι η σοφία σου. Τζιαι εσέναν οι πίνακες σου. Εσέναν η έντονη η σκέψη που θα εξελιχτεί σε φούρνον κάποτε. Κρατώ σε (σας) Τζι ας χάσω του κήπου το πάρτυ μεθαύριον.
Eσέναν που μου έγραψες λόγια αληθινά, χωρίς να διστάσεις.
Εσέναν τζι εσέναν τζι εσέναν, Εσέναν που μου έδωσες δώρον κομμάτιν του εαυτού σου, του ταλέντου σου, του σιερκού σου, του παππού σου, του αρφού σου, της σκέψης σου, του παπά σου, της πάλης σου, της διαφωνίας σου, της καθημερινότητας σου, των ονείρων σου, της ατέλειας σου, του πόνου σου, της επιθυμίας σου, της μικρότητας σου, του ΑνΟΙκει σου, του πόνου σου.
Εσέναν που με πήρες πάς τους βράχους τζι ετάϊσες με αρχιτεκτονικήν της παλιάς Λεμεσού τζιαι φαγιά λιβανέζικα τζι ακκορτεόν κάτω που μανταρινιές. Τζι εσέναν που ήρτες ήρεμα τζιαι είπες 'γειά σου' τζι αμέσως εταιρκάσαμεν.
Εσέναν που μου είπες "καλέ μου" τζιαι είδα το νόημαν της λέξης να πηγάζει που τη ψυχή.
Εσάς, Φιλόσοφοι που εφάετε μαζίν μου τη σούβλαν του αφχανιστάν τζιαι εμοιραστήκετε τες ψυσιές σας τες όμορφες. Τζιαι που εβαφτίσετε το πάρκον με Αρχαίο πνεύμα αληθινά ελληνικόν -τζιήνον που έν κρίνει τζιαι μεινίσκει αννοιχτόν μπροστά που ούλλες τες απόψεις.
Εσέναν που εμίλας με πάθος για τη μαγειρική τζιαι τες συνταγές που εννα κάμεις στο εστιατόριο σου τζιαι άκουσες με να σου περιγράφω πώς να κάμνεις 16ωρα spare ribs τζιαι έσφιξες μου το χέρι γιατί Είδες το πάθος μου.
Εσέναν που επέρασες δίπλα που τη βασιλιτζιάν σάν εκαθούμαστεν μές τον πύρουλλον ζαλισμένοι που τον καφέν το τσιγάρον τζιαι τα έντονα λόγια που ετυλίαμεν γυρόν μας, τζιαι έμαθες μου οτι άμα ντζιήσεις της βασιλιτζιάς έστω τζιαι λλίον αφήννει το άρωμαν της να πλανηθεί στο σύμπαν τζιαι ακολουθά σε όπου πάεις για ώραν πολλήν.
Που μου έμαθες οτι αν βάλεις στον καφέ σου τον κυπριακό λλίο γάλαν γίνεται πολλά ωραίος.
Εσέναν φίλε που με έπεισες να πάμεν στα σπά τζιαι εγέλουν εγκάρδια για δύο 24ωρα τζιαι ήμουν ο Εαυτός μου.
Εσέναν φίλε που μου είπες για το βιβλίον που εμετάφρασες τζιαι άφηκες με να Δώ λλίον μέσα σου. Εκατάλαβες οτι θα είμαι δίπλα σου. Ξέρεις το.
Εσέναν όταν έκατσες ψηλά πάς το τελευταίο σκαλί τζιαι ο ψυχισμός σου αγκάλιασεν το χώρον τζιαι τες πέτρες ούλλες τζιαι είπεν μου "ΕΑγαπώ σε λεβέντη, Ζήσε."
Κρατώ το μπλέ της θάλασσας τζι ας με ζαλίζει το λίκνισμαν της.
Κρατώ τα γαουράγκαθθα τζιαι τους κόνιζους των χωραφκιών. Το ξερόχωμα, τες πάλες, τα κάτσαρα, τους κουρκουτάες, τες κουφάες, τες ξεροτερατσιές, τες παλλούρες, τα αυλάτζια στην άκραν του δρόμου, τες ρότσες, τες πάμιες που φκάλλουν τζιτρινον άνθος όμορφον, τα μαύρα βαζάνια που χώννουνται ανάμεσα στες φυλλωσιές της μάνας τους, τα μοναχικά κυπαρίσσια που στέκουν σάν τα τζερκά τζιαι σάν τους καλόηρους μές τα κτήματα, τες σωλήνες που ποτίζει ο κόσμος, κρατώ σας, κρατώ σας.
Κρατώ εσέναν που έν εφοήθηκες την ώραν που είπα του δευτερολέπτου να σταματήσει τζιαι άκουσεν μου.
Εσέναν αδελφέ που εξεφύλλισες το Είναι τζιαι μου ανοίχτηκες με ρίσκον, τζι ας μέν μιλάς ποττέ σου σε κανένα.
Εσέναν γέρο ποιητή νικολέττη που μου άλλαξες τον κόσμο μου με δκυό σου λόγια πάνσοφα, απλά τζιαι που μου είπες το Όνομαν του κέντρου του εαυτού μου, σάν να τζι έξερες πως ήταν να έρτω να σε δώ τζιαι τί έμελλεν να μου πείς. Ναί γέρο ναί, θα πάρω το χωρκό μαζί μου, θέλω να ζήσω.
Κρατώ σε εσέναν αγάπη μου που ήβρες κάτι δαμέ που δέν το είχες ξαναέβρει.
Εσάς παλιοί μου φίλοι που αννοίξετε τες αγκάλες σας μετά που δεκαπέντε χρόνια τζιαι εβάλετε με μέσα.
Εγέμωσεν θησαυρούς έτσι η ψυχή μου, τζιαι πάλε Άννοιξα.
Αντίο μάνα. Είδα σε αληθινά ποιά είσαι. Εν εντάξει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σημειώσεις και Πηγές
Τελευταίον στην πατρίδα: .....Αποχαιρετιστόν
του Διάσπορου, Τρίτη, Αύγουστος 18
http://diasporos.blogspot.com/2009/08/blog-post_18.html
"It's not the leaving that's grieving me,
But my own true love who's bound to stay behind".
Νάνα Μούσκουρι
http://www.sing365.com/music/lyric.nsf/Fare-Thee-Well-My-Own-True-Love-lyrics-Nana-Mouskouri/D0A71DC737DA01D248256DCF0009639B
Ο νέος Εθνικός Ύμνος
"Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά"
http://www.youtube.com/watch?v=H1BWc074SwI
και
"Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
Ν' ανασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω"
http://www.youtube.com/watch?v=JSIOj_0cPTk
και
http://www.youtube.com/watch?v=SUsci6DoRhk
"Ο νόστος και η ανταρσία | Ο "Κύκλωπας" του Ευριπίδη"
Από τον Ριζοσπάστη:
http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=3733874&publDate=16/7/1998
Τί είναι η πατρίδα μας ;
Ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης αναρωτιόταν κάποτε :
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Ολα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Ιωάννης Πολέμης (1862-1924)
Οσο αφελές κι αστείο κι αν ακούγεται το παραπάνω ποίημα ,δεν πάυει να περικλείει μια λαχτρα ,έναν πόθο να εκφραστεί η ομορφιά της χώρας μας και η υπερηφάνεια που κάποτε ενέπνεε. Γιατί μια παράφραση του ποιήματος σήμερα θα μπρούσε να είναι η εξής :
Τί είναι η πατρίδα μας ; Μην είν'οι ξερόκαμποι;
Μην είναι τα καμένα τα ψηλά βουνά ;
Μην είναι ο ήλιος της ,που τσουρουφλίζει ;
Μην είναι τ' άστρα της τα τηλεοπτικά ;
Μην είναι κάθε βρώμικο ακρογιάλι ;
και κάθε έρημο χωριό από παιδιά :
κάθε νησάκι της που αναστενάζει
από των τουριστών την κακογουστιά ;
Μην είναι τάχατε τα ερημωμένα
αρχαία μνημεία της μνήμη αχνή
που η εγκατάλειψη εφόρεσε και τώρα
μια χυδαιότητα την παρωδεί ;
Ολα πατρίδα μας ! κι αυτά κι εκείνα ,
και κάτι πού'χουμε μες την καρδιά
και μαραζώνει αδόκητα σαν όνειρο απατηλό
και κράζει μέσα μας : Ως πότε τέτοιος διασυρμός !
Από:
http://n2.nabble.com/%CE%9B%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-td3314050.html#a3314050
Πέτρος Ευδόκας, petros@cyprus-org.net
http://petros-evdokas.cyprus-org.net/Another-sort-of-Introduction.html
~~~~~~~~~~~
No comments:
Post a Comment