Από το
Σολωμό Σολωμού στον Κωνσταντίνο Κατσίφα κι από εκεί στον καταδιδόμενο και
καταζητούμενο 16άρη που βρήκε τη λύση στην κατεχόμενη Λύση
Κυριακού Γιώργος
Οι πανουργίες της Ιστορίας
«Κύριε
Υποπρόξενε του Χορού στα Τρία,
Κυρία
Τρύπα στο Νερό,
Κύριε
Πρόεδρε των απανταχού Τέρψεων και Σύνεσης,
Κυρία
Σεμεδάκι της Κατάθλιψης,
Αιτούμαι δυο κυβικά χώμα
απ’ το κοιμητήριο των πεσόντων.
Θέλω να φυτέψω τις ώρες που καβαλίκεψα όρθιος.
Με
ό,τι μείνει σκεπάστε με».
Του Ντίνου Τσίγκου «ΑΙΤΗΣΗ»
Τα τελευταία
χρόνια, ένας σοβαρός και τεκμηριωμένος προβληματισμός για τις κυρίαρχες
αντιθέσεις στην αφήγηση της Ιστορίας έχει τοποθετήσει το εθνικό ζήτημα σε μια
περίοπτη θέση, εξάλλου η επιτακτική επικαιρότητα δεν αστειεύεται. Άλλοι
παράγοντες είτε θεωρούνται ότι το τέμνουν οριζόντια, είτε «εκλεκτικιστικά»
συμβάλουν στη σύνθεση. Συνεπώς, ελάχιστοι αλλά διακριτοί που προέρχονται ή συνεχίζουν
στο χώρο της Αριστεράς, μαρξιστικής ή ελευθεριακής, και τονίζουν το εθνικό ζήτημα, το θέτουν μαζί με το κοινωνικό ζήτημα
ως ένα αδιάσπαστο όλον. Αυτές οι αποφάνσεις που ποικίλουν σε μικρό βαθμό
παραμερίζουν ιδεοληψίες χρόνων περί της πρωτεύουσας ή αποκλειστικής σημασίας
των «εσωτερικών αντιθέσεων» και ορθά προωθούν τη σύνθεση τοποθετώντας το ταξικό
ζήτημα στην εγχώρια και διεθνή του θέση και διάσταση. Από τον Νίκο Σβορώνο
μέχρι και τον Νίκο Ψυρούκη, η θεωρία παίρνει τη θέση της δίπλα στα γεγονότα,
δίπλα σε λιγοστές δυνάμεις που παρουσιάζουν το εθνικό ζήτημα βασισμένο στη
διαχρονία του στο πλαίσιο μιας από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού: της
διχοτόμησής του σε μητροπολιτικού και περιφερειακού.
Όμως
υπάρχουν και τα ζητήματα που ‘’τρέχουν’’ κι αυτά υποκλίνονται προς το παρόν
-μέχρι να διαψευστούμε- σε βασικούς προσανατολισμούς. Τέτοιους που πιθανώς
γεννούν συστημικά και εξωσυστημικά εκτρώματα που η παρουσία τους έλαμψε σε antifa αναλύσεις ή υστερίες Φίλη-Πάγκαλου και έφτασαν στο να δικαιολογούν τη δολοφονία
του Κατσίφα. Έτσι περίπου έπραξαν και στη δολοφονία του Σολωμού, έτσι περίπου
λοιδόρησαν το 16άρη της κατεχόμενης Λύσης που τους «γαμεί τα Λύκεια». Όμως η σύνθεση στην ζωντανή Ιστορία, αυτή που τώρα γράφεται,
συναντά εμπόδια όχι μόνο από αυτούς που αρνούνται την ύπαρξη του εθνικού
ζητήματος αλλά και από αυτούς που το θέτουν μονόπλευρα αδιαφορώντας για το
κοινωνικό ζήτημα, είτε πρόκειται για τις οικονομικές και τις κοινωνικές
ανισότητες, την οικολογική καταστροφή είτε την ίδια τη δημοκρατία εν τέλει.
Αυτό το αδρανές και μη παραγωγικό δίπολο που διαμορφώνεται έχει σημαντικές
επιπτώσεις στην ίδια την κοινωνική συνείδηση του λαού καθότι η «προοδευτική» σύγχυση
που επικρατεί στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στους θεσμούς της Εκπαίδευσης
συναντά τη διαχρονική διγλωσσία των εκφραστών της ελίτ. Έτσι, στο παρελθόν, στο
οποίο βασίζεται το σήμερα και διαπλάθεται το αύριο, οι μονόπλευρες αφηγήσεις με
αφετηριακό επίκεντρο την περίοδο της κατ’ εξοχήν δουλείας των Ελλήνων κατά τη
διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αμφιταλαντεύονται μεταξύ προσαρμογής σε
μια «φιλική και ανεκτική» κατοχή και μιας εξιδανικευμένης αντίστασης στον
«προαιώνιο εχθρό».
Η προσαρμογή
και η αντίσταση όμως ήταν πάντα μια διττή κίνηση εκ μέρους του παγιδευμένου
ελληνισμού υπό κατοχή. Μηχανισμοί που εξετάζονται σήμερα με τεκμήρια υπό το
νηφάλιο βλέμμα της επιστήμης κι όχι από την ισχύ κανονιστικών σχημάτων,
μηχανισμοί προσαρμογής και αναπτύξεις αντίστασης, φαίνεται ότι συναντώνται σε
κάποιες φαεινές στιγμές της ιστορίας και συνεργούν: στο 1821, στο 1940 αλλά και
σε άλλες στιγμές που οι αντιφάσεις και αντιθέσεις μετατρέπονται σε συνιστώσες.
Είναι μακρύς ο κατάλογος ημερομηνιών που σε άλλες περιπτώσεις το εθνικό είναι
αποκρυσταλλωμένο κι άλλες που εμφανίζεται μέσω της θρησκευτικής έριδας ή της
κοινωνικής-ταξικής πάλης. Εν τέλει δεν θα μπορούσε να απέχει το κοινωνικό από
το εθνικό ζήτημα, καθότι είναι συνυφασμένα στην ιστορία της κατάκτησης και αποικιοποίησης του ελληνικού χώρου. Η ελληνική νεότερη Ιστορία εντάσσεται
στην παγκόσμια Ιστορία της εξέλιξης της αποικιοκρατίας της πρωτογενούς
συσσώρευσης και του καπιταλισμού αργότερα, από το 1204 μέχρι και το 1821, κι
από τότε μέχρι και σήμερα. Από τη μια πλευρά η εγχώρια ανάπτυξη της
κεφαλαιοκρατίας στη μητρόπολη του καπιταλισμού προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικού
κέντρου ως ιδρυτική της πράξη κι από την άλλη η επέκτασή της για τις νέες αγορές
προϋποθέτει την εθνική καταπίεση της περιφέρειας. Και μάλιστα στην περίπτωση
του ελληνισμού που από την ίδια του την Ιστορία διαψεύδει τόσο τις «αδιάλειπτες
συνέχειες» όσο και την καθήλωση στα επιστημονικά-πολιτικά-ιδεολογικά σχήματα
περί «νεωτερικής δημιουργίας του έθνους», αυτή η σύνθεση πιστοποιεί τις
συνέχειές του αλλά και τις ασυνέχειές του.
Τα ζητήματα πρόσληψης
της Ιστορίας, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αποκλειστικά αντικείμενο
ακαδημαϊκών, σήμερα ταλανίζουν καθημερινά ως δομικά προβλήματα το δημόσιο βίο
της χώρας που βρίσκεται κάτω από τη νεο-οθωμανική απειλή και την επέκταση των
οικονομικών και στρατιωτικοπολιτικών οργανισμών της Δύσης. Ο διχασμός αυτός σε
ελληνικούς πιο ευάλωτους χώρους όπως είναι η Κύπρος και η ελληνική μειονότητα
στην Αλβανία, με ξεχωριστούς τρόπους, βρίσκονται σε πρώτη διάταξη. Συνεπώς όσοι
επιθυμούν διέξοδο αναμετρώνται διαρκώς με τον εφιάλτη αυτού του διχασμού που οι
διαστάσεις του καθιστούν έωλη και ασαφή μια απελευθερωτική προοπτική. Η ψευδής επίκληση
για ενότητα είναι συνήθως το στοιχείο αυτό που θολώνει τα νερά και εντείνει το
διχασμό στον οποίο πρωτοστατούν και δίνουν το πρότυπο οι ιθύνουσες τάξεις και
οι εκφραστές της. Στην Κύπρο, μετά από έναν εθνικοαπελευθερωτικό ενωτικό αγώνα
και μια νόθα ανεξαρτησία, βιώνονται τα αποτελέσματα ενός εμφυλίου και
διαγράφονται οι κυρίαρχες αιτίες: η αποικιοκρατία, η τουρκοκρατία, η κατοχή και
η εξάρτηση στις πιο έσχατες παρυφές αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης μεταξύ
«πατριωτών» και «εθνομηδενιστών», μεταξύ «φασιστών» και «αντιφασιστών» από την
άλλη πλευρά. Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία μετά από έναν εθνικοαπελευθερωτικό
ενωτικό αγώνα, έναν ακρωτηριασμό με διεθνή αναγνώριση εθνικών μειονοτικών
δικαιωμάτων, έναν αντικατοχικό συνεργατικό ελληνοαλβανικό αγώνα με «υποσχέσεις»
αναγνώρισης εθνικών δικαιωμάτων και μια δικτατορία που την τσάκισε με την
επιπλέον ενοχή της εθνικότητας-θρησκευτικής πίστης-ιστορικής συνείδησης, ζει
ένα διχασμό ανάμεσα σε «συνεργάτες» και «πατριώτες», ανάμεσα σε
«πατριδοκάπηλους» και «ρεαλιστές», παρουσία μιας επελαύνουσας κρατικής-παρακρατικής
πολιτικής γραμμής. Γραμμής που είναι ενεργούμενη του ίδιου δυτικού και
ανατολικού της δεσπότη, η οποία, πότε λειτουργεί ως κράτος και πότε ως
παρακράτος.
Μια άρρητη ή
υπόρρητη συνθήκη που προκύπτει είτε από μια επίσημη δήθεν διακριτικότητα της «μητέρας
πατρίδας» να μην ανάβει τους διχασμούς ή (υπό άλλη ματιά) από μια συγκροτημένη
και συνειδητή βούληση που υποκλίνεται στα πραγματικά προβλήματα της εξωτερικής
πολιτικής, συμπιέζει την εσωτερική πραγματικότητα σε ένα μύθευμα που
παραγνωρίζει και εκμηδενίζει τις ευθύνες. Ο αλβανικός εθνικισμός και οι
παρεμβάσεις της Τουρκίας αλλά και οι στοχεύσεις ή η ‘’ασάφεια’’ του ΝΑΤΟ και
των υπολοίπων δυνάμεων όπως η ΕΕ δεν μπορεί να είναι το άλλοθι για τις
πραγματικές εσωτερικές ευθύνες που υπάρχουν και καθιστούν τη μειονότητα ένα
υποχείριο. Ειλικρινής ή ανειλικρινής αυτή η «ουδετερόφιλη» στάση αφηγείται για
ένα συλλογικό υποκείμενο, τους Έλληνες της Αλβανίας, απαλείφοντας τις
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις παρουσία ενός ασαφούς εχθρικού
παράγοντα. Το αποτέλεσμα δεν είναι παρά η επίταση του προβλήματος του οποίου οι
ρίζες ανάγονται στην εκμετάλλευση των αδυναμιών από τους μηχανισμούς
αστυνόμευσης της δικτατορίας του Ενβέρ, της γνωστής Sigurimi οι οποίοι
ενδύθηκαν με το ρούχο της αναγνωρισμένης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας ως Shik. Για
αυτό και σημασία έχει να αναδειχθούν οι παλιές και οι πρόσφατες ιστορικές τομές
μπροστά σε μια νέα που όχι μόνο άλλαξε σελίδα αλλά κεφάλαιο στην πορεία της
ελληνικής μειονότητας. Το αίμα του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Η Ελλάδα και η Βόρειος Ήπειρος
Ένα πρόβατο, ένα αυλάκι και η αλφαβήτα. Όχι. Κι ένα κατσαβίδι Αυτά μας άφησε ο Οδυσσέας Ελύτης στο συμβολαιογραφείο της πρώην κοπερατίβας –τώρα είναι Υποθηκοφυλακείο Πρόληψης της Νιότης.
Το είπαμε σάλα του χωριού, πιο μετά το είπαμε Πλατεία των πρώτων λυγμών.
Τσιμέντο, ένας σκύλος-φύλακας και ο φόβος που στεγνώνει. Μ’ αυτά οικοδομούμε -κατόπιν σχεδίου- τους παλιούς μας ψιθύρους.
Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
Τι είχε το έρμο και αγρίεψε;
Του Ντίνου Τσίγκου «ΕΛΛΑΔΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ 28/10/2018»
Για την
επίσημη εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα, το «βορειοηπειρωτικό ζήτημα» έχει
οριστικά κλείσει από το συνέδριο του Παρισιού το 1946, παρά τις όποιες μετέπειτα
περιστασιακές κορώνες για λόγους γοητείας ενός εθνικού-αλυτρωτικού, δεξιού
ακροατηρίου. Το ίδιο το «βορειοηπειρωτικό ζήτημα» λειτούργησε και ως αντιπερισπασμός
για το εθνικό ζήτημα της Κύπρου μιας και η αριστερά, τη δεκαετία του ‘60, κατήγγειλε
την ενδοτική πολιτική των δεξιών κυβερνήσεων στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις
(Αγγλία-ΗΠΑ). Σε γενικές γραμμές, η υπόθεση των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου
πέρασε στα χέρια κάποιων εκκλησιαστικών παραγόντων που συνήθως δεν καλύπτονταν
από το επίσημο πολιτικό σύστημα και στη φαρέτρα της δεξιάς+… που παρασιωπούσε ενίοτε για το κυπριακό ως
πολιτικός-ιδεολογικός κρίκος της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας κι αργότερα του
μεγάλου αφεντικού ΗΠΑ το οποίο εμπνεύστηκε από το 1964 τη διχοτόμηση (σχέδιο
Άτσεσον). Ήταν ένα ζήτημα εσωτερικής κατανάλωσης που έβρισκε έρεισμα στη βίαιη
αποκοπή ενός μεγάλου τμήματος της Ηπείρου αλλά και της οριστικής μέχρι και το
1992 απαγόρευσης της επικοινωνίας με την ελληνική κοιτίδα. Περιπτώσεις μόνο
αιτήσεων για επίσκεψη στην Ελλάδα και κάτω από αυστηρές συνθήκες παρακολούθησης
ή αβάστακτων όρων γινόντουσαν δεκτές. Η συνάντηση στα σύνορα το 1984 ήταν κάτω
από το αυστηρό βλέμμα της Σιγκουρίμι ενώ υπήρξε επιλογή προσώπων, τέτοιων που
δεν θα δημιουργούσαν ‘’έκρυθμες’’ συναισθηματικές καταστάσεις. Παρεμπιπτόντως,
η εφημερίδα «Απογευματινή» έγραφε για τα δάκρυα των Ελλήνων που συναντήθηκαν
και χόρεψαν και ο «Ριζοσπάστης» για τους εργαζόμενους των δυο χωρών που σήκωσαν
τη γροθιά κατά του ιμπεριαλισμού.
Η υπόθεση
του εμπολέμου ήταν πάντα ένα ζήτημα το οποίο συντηρούσε από τη μια η ελλαδική
πλευρά, μάλλον στο υποχρεωτικό πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, που διακανόνιζε και
ζητήματα μιας πολιτικής απόστασης από την Αλβανία. Αργότερα και μετά την
οικουμενική ανακήρυξη της «γενοκτονίας των Τσάμηδων» το 1994, από το αλβανικό
κοινοβούλιο, θα μπορούσε να ήταν χρήσιμο για να αναχαιτίζει κάθε διεκδίκηση
αποζημιώσεων από πλευράς μουσουλμάνων αλβανόφωνων κατοίκων της Θεσπρωτίας (Αλβανοτσάμηδες).
Οι πρόγονοί τους μαζικά αποχώρησαν (και ταυτοχρόνως εκδιώχτηκαν) το 1944,κάτω
από το βάρος των στυγερών εγκλημάτων που διέπραξαν σ’ όλη τη διάρκεια της
κατοχής, μετά τη μάχη της Μενίνας που διεξήχθη μεταξύ ΕΔΕΣ και της συμμαχίας
Γερμανών-Αλβανοτσάμηδων. Τηρουμένων των αναλογιών, η Αλβανία είχε αποκλείσει
κάθε έννοια επικοινωνίας με την Ελλάδα κι ένας ογκώδης αριθμός διώξεων (με
πλασματικές κατηγορίες, με ψευδομάρτυρες και προδικασμένες αποφάσεις) βασιζόταν
στην ελληνική ταυτότητα ως μια πρόσθετη αιτία για τη δημιουργία του εσωτερικού
εχθρού. Οι περιπτώσεις φυγάδων, οι ανταλλαγές αιχμαλώτων κι από τις δυο πλευρές
(Ελλήνων σε κάθε περίπτωση), οι τραγικές καταλήξεις αποπειρών όπως του
Ακριβογιάννη, ενέτειναν το τείχος ανάμεσα στις δυο χώρες. Η «μικρούλα, αληθινή
αδερφούλα», οι σημαίες με το δικέφαλο της Αυτονομίας του ’14, οι αφίσες και οι
εκδόσεις που μιλούσαν για 400.000 Έλληνες σκλαβωμένους π.χ. της ΣΦΕΒΑ ήταν σε
πρώτη παράταξη από πλευράς Βορειοηπειρωτικών δομών, με επικεφαλής το
μητροπολίτη Κονίτσης και Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό και κρατούσαν το
βορειοηπειρωτικό ζήτημα κοινωνικά ενεργό.
Η αριστερά+…
αντιμετώπιζε ως ταμπού την υπόθεση της ελληνικής μειονότητας, συνεπικουρούμενη
από το επίσημο πολιτικό σύστημα ειδικά μετά τη μεταπολίτευση. Προσανατολισμένο
στη βαλκανική σταθερότητα ήδη από το 1971 όταν η ελληνική δικτατορία σύναψε διπλωματικές-εμπορικές
σχέσεις, είχε απεμπολήσει κάθε έννοια διεκδίκησης. Η αναφορά στο βορειοηπειρωτικό
ισοδυναμούσε με το φασισμό αφού κυρίως η άκρα δεξιά-συντηρητικοί-εκκλησιαστικοί
παράγοντες+… το τοποθετούσαν στη φαρέτρα τους. Το να θίξεις ζητήματα όπως η
καταπίεση των Ελλήνων στην Αλβανία ήταν απαράδεκτο καθότι έθιγες μια χώρα
«σοσιαλιστική», άρα τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», για να μη μιλήσουμε για τις
ισχνές ενδείξεις ελληνικού ‘’προλεταριακού’’ τουρισμού στην Αλβανία κάτω από το
άγρυπνο βλέμμα της Sigurimi, τις πολιτιστικές και αθλητικές ανταλλαγές ή τις
λιγοστές πολιτιστικές εκδρομές αγαπημένων τραγουδιστών, όπως του Νταλάρα. Σε
κάθε περίπτωση επί «φιλελευθεροποίησης» Αλία που διοργανώνονταν πολιτιστικές
και αθλητικές συναντήσεις στο έδαφος της μειονότητας, τα πακέτα από τσιγάρα που
δίνονταν σε Ελλαδίτες είχαν μέσα τους ενημερωτικά υπομνήματα και αιτήματα με
αποδέκτη το ελληνικό κράτος. Κάποιες
φορές όμως αποδέκτης δεν ήταν παρά η ίδια η Sigurimi, και τότε, ο αποστολέας θα πήγαινε στο
Σπατς για καταναγκαστικά έργα.
Το κυπριακό
και το βορειοηπειρωτικό έχουν μια διάρκεια στο χρόνο και πηγάζουν από την
ιστορική αντιπαράθεση αριστεράς και δεξιάς γύρω από το ανατολικό ζήτημα ήδη από
το μεσοπόλεμο. Οι «ανατολιστές» δεξιοί και οι «βαλκανιστές» αριστεροί κυριαρχούσαν
στην ατζέντα της σύγκρουσης. Αυτή η σύγκρουση πήρε σάρκα και οστά τη δεκαετία
του ‘60 όπου η επίσημη αριστερά της ΕΔΑ μιλούσε με πάθος για την εθνική
μειοδοσία της Ζυρίχης-Λονδίνου ενώ η λαϊκή δεξιά για τους σκλαβωμένους ‘’αδερφούς’’
στην Αλβανία. Στη μεταπολίτευση, εκτός από μια περίοδο αριστερής σύνθεσης
κοινωνικού και εθνικού (για το κυπριακό ζήτημα) ξεκίνησε να μεγαλώνει το χάσμα
μεταξύ δεξιού ‘’εθνικισμού’’ και αριστερού ‘’αντιεθνικισμού’’, με το πολιτικό σύστημα να άγεται και να
φέρεται στις υποσχέσεις των διεθνών οργανισμών. Το διαβόητο «η Κύπρος
αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει» είναι και η επιτομή της επίσημης ελλαδικής
υποκρισίας από το 1974. Όταν μετά το 1991, το πολιτικό σύστημα βρέθηκε
αντιμέτωπο με τη μαζική μετανάστευση από την Αλβανία ήταν ήδη ανέτοιμο και
παρουσίασε ένα διπλό κενό. Στη μια περίπτωση, κενό που κατέλαβε η οικονομία του
καταστρώματος. Ένας νέος ελλαδικός ανθρωπολογικός τύπος κατέτασσε τον εαυτό του
εκτός παραγωγικής διαδικασίας έχοντας υποτελή εργατικά, μεταναστευτικά στρώματα
που θα τον υπηρετούν. Στην άλλη περίπτωση, το κενό της άγνοιας και της
αδιαφορίας που ιδεολογικά κατέλαβαν ακροδεξιοί πυρήνες και δομές του
εκκλησιαστικού-συντηρητικού κόσμου που είτε ενδημούσαν στα μεγάλα κόμματα είτε
βρίσκονταν εν υπνώσει σε κάτι μικρές και γραφικές οργανώσεις. Η επίσημη Ελλάδα
μόλις ανακάλυπτε ότι υπήρχαν Έλληνες «επάνω».
Το
βορειοηπειρωτικό βρέθηκε στη διελκυστίνδα διλημμάτων που στη συνέχεια έγιναν
διχοτομήσεις: μεταξύ «πατριωτών» και «συνεργατών», μεταξύ «ρεαλιστών» και
«πατριδοκάπηλων». Έτσι συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση ο διχασμός της
μεταπολίτευσης «κάτω», στην Ελλάδα, για το ζήτημα των «επάνω» Ελλήνων της
μειονότητας, σε μια φάση που η επιβίωση των «πάνω» ήταν το πρώτιστο ζήτημα. Τα
όποια γεγονότα σήμαναν τροπές και ανατροπές της κατάστασης στην Αλβανία και στη
μειονότητα, αποτέλεσαν σημεία διάστασης ενός σημαντικού τμήματος της ελλαδικής
κοινωνίας με μια αδρανή ή δημαγωγική πολιτική εκ μέρους των παραγόντων του
πολιτικού συστήματος. Αυτό συνεχίστηκε πιο έντονα μετά τη δολοφονία του
Κατσίφα, δίπλα σε μια αγαστή συνεργατική πολιτική που υπαγορεύεται από το ΝΑΤΟ
και τις ντιρεκτίβες της ΕΕ για την ένταξη της Αλβανίας. Κι αυτό που δεν
καταλαβαίνουν ή παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν οι θεραπαινίδες της πολιτικής
εξουσίας είναι πως όσο τηρούν μια στάση αναμονής-προσαρμογής-κατευνασμού
μπροστά στις διεθνείς διεργασίες από τις οποίες είναι εξαρτημένος ο ελληνικός
καπιταλισμός, η θέση της μειονότητας γίνεται όλο και πιο ευάλωτη. Αυτό
εντοπίζει ενστικτωδώς ο «κόσμος» «πάνω», στη μειονότητα της Αλβανίας, αυτό
εντοπίζει ο «κόσμος» και πιο «κάτω», στην Κύπρο: «Η Ελλάδα δε νοιάζεται για μας».
Αυτό εντόπισε με μια αγωνιστική διάθεση ο Κατσίφας.
Η οριστική μετανάστευση-Το τέλος του χωριού;
«Ω Νάσο
Ω Λάμπρω
Ω Λάμπρο
Ω Γούλω
Ω Λώλη
Ω Φάνη
Ω Τρέψω
Ω Μάχο
Ω Λέα
Ω Κλέα
Ω Σιώμο
Ω Κώτσο
Ω Λόπη
Ω Νόνη
Ω Όνη
Ω Φόνη
Ω Σιώζο
Ω Στήμω
Ω Γώλη
Ω Τάτη
Ω Γκέλη
Ω Φώτω
Ω Φώτο
Ω Λιόλια
Ω Τάσσα
Ω Κούλα
Ω Τσίλη
Ω Σέα
Ω Λέξη
Ω Λέξω
Ω Μήτρο
Ω Τσίμο
Ω Λένη
Ω Πάνο
Ω Λάνα
Ω Λάω
Ω Σίμο
Ω Λιάκο
Ω Νίκο
Ω Κίτσο
Ω Πύρρο
Ω Πύρο
Ω Μένη
Ω Λίππη
Ω κλητικό μου έαρ…»
Του Ντίνου
Τσίγκου από «ΤΑ Ω του ΔΡΙΝΟΥ»
Οι
καταλήψεις πρεσβειών για τη χορήγηση βίζας, οι χιλιάδες που περνούσαν τα σύνορα
με την Ελλάδα έδειξαν από την αρχή της κατάρρευσης το ποιος θα ήταν ο βασικός προσανατολισμός
των κατοίκων αυτής της χώρας, αλβανών και «μειονοτικών». Για τους μεν ήταν
λύτρωση από τη φτώχεια και την εξαθλίωση, για τους δε, επιπρόσθετα, ήταν και η
σύνδεση με τη μητέρα-πατρίδα. Ήταν μια απότομη αλλαγή που άφηνε έκθετη κάθε
προσπάθεια αναδιοργάνωσης της ζωής και τη δημιουργίας νέων θεσμών μπροστά στο
κενό. Τα προβλήματα επιβίωσης αλλά και η ιδέα της προόδου στην Ελλάδα που
κυριαρχούσε στη συνείδηση όλων ήδη από την περίοδο του καθεστώτος τρόμου όπου η
Ελλάδα ήταν ο κρυφός καημός, ήταν αρκετά για να σύρουν στη μετανάστευση ένα
μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Αυτοί που έμεναν βρισκόντουσαν στη φροντίδα των
μεταναστευτικών εμβασμάτων ή υλικών αγαθών και επιδίωκαν όπως-όπως να
επιβιώσουν μπροστά στην ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας. Λαθραίο εμπόριο
για τους πιο επιτήδειους, οικιακή οικονομία, μικρεμπόριο και η βοήθεια «από τα
παιδιά στην Ελλάδα» για τους φτωχούς παραμένοντες.
Μια
ασύντακτη -όπως συνήθως- βοήθεια από την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο ξεκίνησε με
υλικά αγαθά παντός είδους, αγαθά που θα βοηθούσαν για κάποιο χρονικό διάστημα
περιορισμένο, εφόσον αγορά σχεδόν δεν λειτουργούσε και το χρήμα ήταν λιγοστό ή
εξαφανισμένο. Μια ουσιαστική βοήθεια για τη στήριξη και εκσυγχρονισμό των
υποδομών ή δημιουργία νέων, στη χώρα ήταν όχι μόνο ανέφικτη εκείνη την εποχή
αλλά και εκτός ατζέντας από πλευράς ευεργετών. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι
διαδικασίες για την ανακατανομή της γης και των κτιρίων που το κράτος
χρησιμοποιούσε ως «κρατική» ή «συνεταιριστική» περιουσία κι αυτό ήταν ένα
πρόσθετο πρόβλημα που δυσκόλευε τον οικογενειακό προγραμματισμό της κάθε
φαμίλιας. Η συχνή μετακίνηση τόσο για την επιβίωση και τη μεταφορά αγαθών όσο
και για την παρακολούθηση των αλλαγών που έπαιζαν ζωτικό ρόλο για την
οικογενειακή περιουσία ήταν χαρακτηριστικό της περιόδου. Ο προσανατολισμός της
ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια» προς την Ευρώπη μέσα στο πλαίσιο του αλβανικού κράτους το οποίο
διατείνονταν ακριβώς για τον ίδιο στόχο, λίγα θα μπορούσε να πει για την
καθημερινότητα σε ένα κράτος χωρίς θεσμούς. Από την άλλη, η Εκκλησία έκανε τα
πρώτα της βήματα στην Αλβανία και ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος που δέχτηκε την
εντολή από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ήδη ξεκίνησε να δίνει μια νέα
συνοχή μετά την άρση της θρησκευτικής απαγόρευσης. Η ίδια η Αυτοκέφαλη Εκκλησία
της Αλβανίας λίγα θα μπορούσε να πράξει εκείνη την εποχή πέρα από τη μετάδοση
ενός πρωτόγνωρου ενθουσιασμού σε ερείπια-μαντριά-πρώην ναούς.
Το νόμιμο
χρήμα που έμπαινε στη χώρα προοριζόταν κυρίως για την επιβίωση των οικογενειών
παρά για κάποιες επαγγελματικές προσπάθειες. Το λαθρεμπόριο έπαιξε μεγάλο ρόλο
καθώς και οι γνωριμίες επενδυτών για την εμφάνιση των πρώτων επιχειρηματιών που
δημιουργήθηκαν σχεδόν από το μηδέν. Η διεθνής βοήθεια, όση από αυτήν δεν
αντλούσαν με παράνομες πράξεις οι κρατικοί και μη διαχειριστές, θα προωθούνταν
για ελεημοσύνη ενώ οι ευεργεσίες ιδρυμάτων, θα είχαν σχεδόν την ίδια τύχη, πέρα
από περιπτώσεις μιας έντιμης διαχείρισης.
Παρόλα αυτά
όμως η μειονότητα δεν είχε ξεκληριστεί. Επιβίωνε στην Αλβανία με χαμηλούς
μισθούς υπαλλήλων, που ακόμα λειτουργούσαν όπως-όπως οι υπηρεσίες τους, αλλά
κυρίως με βοήθεια από τα μέλη της οικογένειας που ήταν στην Ελλάδα και συνήθως
δούλευαν «μαύρα» και «σαν μαύροι», ειδικά στην αρχή, τροφοδοτώντας με ρευστό
την τοπική και εθνική οικονομία. Από την άλλη ένας ενθουσιασμός για την
επανίδρυση της μειονότητας συνέπαιρνε πολλούς από «πάνω» και «κάτω» καθότι η
συχνή μετακίνηση ευνοούσε τη μεγαλύτερη συνοχή.
Μετά το ’94
και το ’97 αυτή η στροφή προς την Ελλάδα απέκτησε μονιμότητα που συνδυάστηκε με
τη γρήγορη απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας και τη βελτίωση των οικονομικών
συνθηκών των μελών της μειονότητας. Η αστάθεια στη χώρα, η εγκατάλειψη της
μειονότητας από το αλβανικό κράτος αλλά και τη μητέρα πατρίδα, η οποία όμως
πρόσφερε χρηματικά κίνητρα όπως τις υποτροφίες και τις αγροτικές συντάξεις-ένα
άλλο δείγμα μετάδοσης ενός μη παραγωγικού προτύπου, ευνόησαν την οριστική
διαμονή ενός μεγάλου αριθμού μειονοτικών στην Ελλάδα. Πολλή δουλειά, ελάχιστη
σπατάλη ήταν βασικοί προσανατολισμοί του έλληνα της μειονότητας στην Ελλάδα. Μετά
από την περίοδο της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς αγώνες, περίοδος μεγάλης
ευμάρειας στην Ελλάδα, η σχέση με την Ελλάδα έγινε μόνιμη και το χωριό τόπος
διακοπών. Το πανηγύρι στο χωριό, που είναι και το βασικό «αντάμωμα» έγινε το
αποκλειστικό κοινό γεγονός. Τα «χωριά» που επιβίωναν ως παρέες «κάτω» σε
καφενεία, γήπεδα, μαγαζιά και γιορτές δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν πέρα από την
απαραίτητη ζωτική και αναγκαία συναναστροφή να μιλάς στη λαλιά σου με αυτούς
που έχεις ζήσει κοντά, να πίνεις το τσίπουρο στο καφενείο «κάτω». Το σπίτι στο
χωριό, η επισκευή του, το χτίσιμό του, η περιποίησή του ήταν ο νέος προορισμός
δίπλα στο νοικοκυριό «κάτω». Η αλλοτρίωση από τα τοπικά τεκταινόμενα, η
αδιαφορία για το χωριό και τις ανάγκες του φαίνεται να δίνουν το σημερινό
στίγμα. Το σπίτι με τεράστια μάντρα, συνέχεια της ανάγκης για απομόνωση,
συνδυάζεται πιθανόν με το τέλος του χωριού. Το σπίτι παντού, το χωριό πουθενά.
Δομές και Ιδεολογία στην ελληνική μειονότητα της
Αλβανίας
«…Όσπρια οι απαγορευμένες λέξεις.
Λάδι τα απαγορευμένα νοήματα.
Αλεύρι τα απαγορευμένα ποιήματα.
Κονσέρβα οι απαγορευμένοι μύθοι.
Ω δισύλλαβη κλητική μου
μια παύλα μόνο χωρατεύει στα άγια περιθώρια
της γραμματικής»
Του Ντίνου Τσίγκου από τα «ΤΑ Ω του ΔΡΙΝΟΥ»
H γλώσσα, η
θρησκευτική πίστη, το δημοτικό τραγούδι και η ιστορική συνείδηση είναι τα
τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνική ιδεολογία ως βίωμα. Σε συνθήκες
υποτέλειας ή ελευθερίας, σε συνθήκες προσαρμογής ή αντίστασης, σε συνθήκες
διώξεων, καταπίεσης ή σε συνθήκες μετανάστευσης και διασποράς, η ιδιαίτερη
ταυτότητα της ΕΕΜ καθορίζεται από τη συνείδηση του αρχαίου ιστορικού βάθους της
γεωγραφικής έκτασης που καταλαμβάνει ο ελληνικός χώρος στην Ήπειρο. Σε αυτό το
βάθος του χρόνου και σε αυτό το πλάτος του χώρου οι υλικές και πνευματικές
εκφράσεις του πολιτισμού θεμελίωσαν την κοινή αντίληψη του ανήκειν στην
ευρύτερη ελληνική κοινότητα. Σήμερα, η ΕΕΜ εκφράζεται κυρίως μέσα από τις
παρακάτω κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές:
Α)Το
ελλαδικό κράτος είναι ο βασικός παράγοντας που έχει επίσημα την Εθνική Ελληνική
Μειονότητα υπό την ευθύνη της προστασίας του. Όμως οι συνταγματικές ρήτρες και
τα διεθνή κείμενα από το 1921 και μετά, σε ελάχιστες των περιστάσεων μπόρεσαν
να στηρίξουν την ανάπτυξή της ή να ενισχύσουν κάποιες άμυνες απέναντι στην
καταπάτηση νόμιμων δικαιωμάτων. Η ΕΕ ως προορισμός της Αλβανίας επισκιάζει κάθε
άλλη προοπτική για τη μειονότητα. Έτσι απέναντι σε πολύ σοβαρές προκλήσεις, η
χρηματοδότηση όπως και οι ενταξιακές διαδικασίες που αποτελούν μόνο έναν από
τους διάφορους πνεύμονες του αλβανικού πολιτικού συστήματος καθιστούν ασαφείς
τις οδηγίες για την προσαρμογή του στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η παρουσία του
ελληνικού κράτους διαχρονικά αλλά ειδικά μετά τη μεταπολίτευση στη διπλανή χώρα
είναι προσαρμοσμένη με τη θέση του στους διεθνείς οργανισμούς και λειτουργεί
κάτω από την παρέμβαση και τα περιθώρια που επιτρέπει ο ξένος παράγοντας. Οι
ΗΠΑ με την επαμφοτερίζουσα στάση της, το ΝΑΤΟ με την αναθεωρητική του πολιτική
και η Τουρκία με την επεκτατική
εξωτερική της πολιτική προς τα Βαλκάνια είναι οι καθοριστικοί παράγοντες
που απομακρύνουν κάθε ισχυρή δυνατότητα παρέμβασης παρουσία ενός σιωπηρού
πληθυσμού με τάσεις μετανάστευσης. Η αδιαφορία των ιθυνόντων που καλλιεργείται
στον μπαξέ της εξαρτημένης εξωτερικής πολιτικής και διαμορφώνεται αποκλειστικά
από τις στοχεύσεις του ξένου ηγεμονικού παράγοντα αλλά και η έλλειψη ανεξάρτητης πολιτικής των πολιτών δημιουργούν αυτό το
κενό. Παρ’ όλα αυτά η «μητέρα πατρίδα» είναι ο μοναδικός οργανισμός που παρέχει
τις απαραίτητες διαπιστεύσεις του Έλληνα πολίτη ενώ για ένα μεγάλο σχετικά
χρονικά διάστημα χρηματοδοτούσε μέσω των συντάξεων του ΟΓΑ τα υπερήλικα μέλη
της ΕΕΜ αλλά και μέσω υποτροφιών φοιτητές και φοιτήτριες στην Ελλάδα όπως και
στα τμήματα Ελληνικών Σπουδών. Αποτελεί έτσι κι αλλιώς την πηγή «του καημού της
Ρωμιοσύνης» για τους «πάνω» αφού ιστορικά η ΕΕΜ είναι ακρωτηριασμένο και
διαψευσμένο τμήμα της. Πέραν άλλων φορέων θεωρείται ο βασικός προορισμός όλων
των αιτημάτων. Η πρεσβεία και τα προξενεία, τα κτίρια των υπουργείων στην
Ελλάδα αποτελούν τους κατ’ εξοχήν φορείς απεύθυνσης του πληθυσμού της ΕΕΜ όπως
και τον αποδέκτη του συλλογικού παράπονου: «Η Ελλάδα δε νοιάζεται για μας». Τα
ίδια τα γεγονότα πριν και μετά τη δολοφονία του Κατσίφα το επιβεβαιώνουν.
Τα μεγάλα
ελληνικά κόμματα, στοιχεία ενός σταθεροποιημένου δικομματισμού, παρ’ όλο που
αποτελούν τυπικά ένα ξεχωριστό στοιχείο από το ίδιο το κράτος, εν τούτοις λόγω
της ελλαδικής ιδιαιτερότητας να το νέμονται και να το καρπώνονται, αποτελούν
άλλη μια «κρατική» δομή στην οποία ακουμπούν τα μέλη της ΕΕΜ στην Ελλάδα. Είτε
ως στελέχη είτε ως μέλη είτε ως ψηφοφόροι, τα μέλη της ΕΕΜ που ζουν στην Ελλάδα
στην συντριπτική τους πλειοψηφία στηρίζουν εκείνα τα κόμματα που ευνοούν μια
ρητορεία συνήθως για τα εθνικά ζητήματα διατηρώντας μια χρήσιμη κομματική
πελατεία. Από τα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) που είχαν στο
παρελθόν μια σχετική ομοφωνία στο εθνικό ζήτημα της ΕΕΜ μέχρι και στα κόμματα αργότερα
της άκρας δεξιάς (ΑΝΕΛ, ΛΑΟΣ, Χ.Α.) τα μέλη της ΕΕΜ στην Ελλάδα έδωσαν την ψήφο
τους. Σε μια κρίσιμη περίοδο, 2014-2015, είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια φανερή
υποστήριξη προς το ΣΥΡΙΖΑ καθότι είτε θα «έσχιζε τα μνημόνια» είτε ως «η
τελευταία λέξη του Συντάγματος» υπερθεμάτιζε σε πατριωτισμό απέναντι σε μια μειοδοσία
της δεξιάς ελίτ ή σε μια φανερή και επικίνδυνη πλέον εγκληματική δράση της
Άκρας Δεξιάς. Όμως η συνέχεια, σήμερα, φαίνεται να ακολουθάει την πεπατημένη
της «κανονικότητας» της ΝΔ η οποία σταθεροποιεί σε ένα μεγάλο βαθμό τη ρητορική
της για την ΕΕΜ με όχημα τις ενταξιακές διαδικασίες της Αλβανίας. Όλα αυτά
βεβαίως έχουν τόση σημασία όση και τα όρια του επιτρεπτού μπροστά στο τι
ντιρεκτίβες θα εκδώσουν τα μεγάλα αφεντικά της κυβέρνησης της ΝΔ: Οι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ
και η ΕΕ σε συνάρτηση με τις τουρκικές απειλές. Τα ελάχιστα χιλιόμετρα που έχει
διανύσει η κυβέρνηση της ΝΔ με τα τεράστια βήματα αναγνώρισης της συμφωνίας των
Πρεσπών, συμπεραίνουν τη συνέχεια του κύκλου:
υπόσχεση-διάψευση-υπόσχεση-διάψευση… κλπ. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στην
Ευρωπαϊκή σύνοδο για την ενσωμάτωση της Αλβανίας και της ΠΓΔΜ το δείχνει.
Β)Η
Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας είναι ίσως ο μόνος σταθερός
παράγοντας ο οποίος αντλεί τη δύναμή του όχι μόνο από τα περιουσιακά του
στοιχεία και την περιορισμένη θεσμική ισχύ του αλλά κυρίως από το γεγονός ότι η
πίστη και η παράδοση αποτελεί μέχρι και σήμερα βασικό στοιχείο της ταυτότητας
των Ελλήνων της Αλβανίας και γεφυρώνεται και με τμήμα Αλβανών Ορθοδόξων.
Αποτελεί συνέχεια, ως δομής του ελληνισμού, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με
κάποιες ασυνέχειες όπως την περίοδο του των διώξεων με το πρόσχημα της «ταξικής
πάλης» και του ενβεριανού «διαφωτισμού». Χαρακτηριστικό είναι ότι σε όλη την
περίοδο της δικτατορίας ο ελληνισμός στον ιδιωτικό του χώρο κράτησε τη
θρησκευτική παράδοση ως στοιχείο ταυτότητας παρ’ όλες τις ποικιλότροπες
διώξεις. Οι παράνομες και με φόβο μεταμεσονύκτιες επισκέψεις για άναμμα κεριών,
τα κρυφά εικονοστάσια στα σπίτια, τα τσόφλια από τα κόκκινα αυγά του Πάσχα
στους τάφους, οι κρυφές βαφτίσεις και γάμοι με αποσχηματισμένους παπάδες, οι
ονομαστικές γιορτές υποδηλώνουν μια προσπάθεια διατήρησης της εθνικής
ταυτότητας. Έτσι, η Εκκλησία είναι ο
μόνος υπόρρητα ελληνικός παράγοντας που μπορεί και αναπτύσσεται αυτόνομα μέσα
στο αλβανικό κράτος και οπωσδήποτε χάρη στην εξαίρετη διπλωματική στάση του
Αρχιεπισκόπου Αναστασίου και της «σχολής» που δημιούργησε. Είναι ένας
παράγοντας σαφούς προσαρμογής όσον αφορά τη νομιμοποίηση της ταυτότητας και της πολιτισμικής επιβίωσης σε ένα κράτος που αντιμετωπίζει αυτήν
την ιδιαιτερότητα σχεδόν εχθρικά.
Γ)Η
εκπαίδευση στην ΕΕΜ όλο και περισσότερο υποβαθμίζεται παρ’ όλες τις ημιτελείς
προσπάθειες των πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Βασική αιτία παραμένει
η ίδια η υποβάθμιση των σπουδών στην Αλβανία όπως και η αντανάκλασή τους στην
αγορά εργασίας με αιτία το ίδιο το πολιτικό σύστημα που έχει απορρυθμίσει τις
ίδιες του τις παλιές δυνατότητες μπροστά σε έναν «εκσυγχρονισμό» που ξεριζώνει
κάθε δυνατότητα αυτόκεντρης εκπαιδευτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Δίπλα σε
αυτά, η μετανάστευση του πληθυσμού της ΕΕΜ υποβαθμίζει τη βασική εκπαίδευση
αλλά και τις δυνατότητες που υπήρχαν στο παρελθόν καθότι σχολεία της
πρωτοβάθμιας που «κρατούσαν το χωριό» κλείνουν. Έτσι ο σαφής προορισμός δεν
είναι παρά οι πόλεις της Ελλάδας που παρέχουν συστηματικά εκπαίδευση μέσω των
δυο βαθμίδων όπως και οι ανώτατες σπουδές (μεταπτυχιακά, διδακτορικά) και
μάλιστα με χωριστές εξετάσεις εισαγωγής για πολλά νεαρά μέλη της ΕΕΜ. Σε μια
περιοχή όπου οι σπουδές της διασποράς (Κωνσταντινούπολη, Ιωάννινα, Αθήνα, ξένες
χώρες), ιστορικά, δημιουργούσαν το πεδίο για την πνευματική της ανάπτυξη και
την τοπική οικονομική ανάπτυξη, σήμερα παρατηρείται ακριβώς η αντίθετη τάση.
Παιδιά που σπουδάζουν και εργάζονται με βάση τις ειδικότητές τους από την Αθήνα
μέχρι τη Βοστόνη είναι αδύνατο να γυρίσουν στη χώρα τους να προσφέρουν μιας και
η καθημερινότητά τους κρίνεται ανασφαλής από κάθε άποψη. Έτσι η εκπαίδευση παρ’
όλες τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση της
δικτατορίας με τον περιορισμό των ελληνικών κλπ. αποτελούσε και συνεχίζει
εσχάτως να αποτελεί ένα φορέα απόδοσης της ταυτότητας των Ελλήνων στην Αλβανία.
Οι ιδιωτικές δομές της Εκκλησίας όπως και του Αρσάκειου συνεχίζουν ακριβώς
αυτήν την παράδοση και στην αμφισβητούμενη περιοχή της Χιμάρας όπου δεν
επιτρέπεται η ύπαρξη δημοσίου μειονοτικού σχολείου. Είναι όμως χαρακτηριστικό
ότι οι Χιμαραίοι χρωστούν την ταυτότητά τους στα οικογενειακά μαθήματα αφού η
βασική τους εκπαίδευση ήταν αποκλειστικά στην αλβανική γλώσσα. Συμπερασματικά
λοιπόν, ενώ η εκπαίδευση βρίσκεται πολύ ψηλά στις αξίες της μειονότητας εν
τούτοις οι γενικότερες συνθήκες υπαγορεύουν την εκπαιδευτική μετανάστευση χωρίς
επιστροφή.
Δ)Οι
πολιτικές δομές αφορούν α)στην ύπαρξη της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια»-ΚΕΑΔ β)στο άλλο
ελληνικό ανταγωνιστικό κόμμα, το MEGA γ)στην ένταξη Ελλήνων ως στελέχη των 3
μεγάλων κομμάτων (ΔΚ-PDSh, ΣΚ-PSSh, ΣΚΕ-LSI). Η διασπορά της ελίτ της
μειονότητας σε αυτούς τους σχηματισμούς δημιουργεί ένα μεγάλο κενό από τη
διάσπασή της σε πολλαπλά συμφέροντα. H σχεδόν υποχρεωτική υπαγωγή σε ένα από
αυτά τα κόμματα κι αναλόγως με την ευκαιριακή του πολιτική απέναντι στην ΕΕΜ
ενθαρρύνει τα δίπολα μεταξύ «συνεργατών»-«πατριωτών» και μεταξύ
«ρεαλιστών»-πατριδοκάπηλων».
α)Η οργάνωση
ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια» που έχει την επίσημη διαπίστευση για την έκφραση της ΕΕΜ είναι
ενσωματωμένη με το ΚΕΑΔ (Κόμμα Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), άλλωστε η ιστορία
του τελευταίου αυτό καταμαρτυρεί. Ήταν η
εναλλακτική λύση μετά την απαγόρευση λειτουργίας της ως κόμματος και
επίσης γεφυρώνει την ελληνική μειονότητα με τους ορθόδοξους ‘’γκρεκομάνους’’
βλάχους ενώ επεκτείνεται ως αόριστη ατζέντα για τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μετά
από εσωτερικές κρίσεις που οφείλονται κατά πολύ σε επεμβάσεις του αλβανικού
κράτους, οι δυο αυτοί οργανισμοί παραμένουν ως αποδυναμωμένοι και
απομαζικοποιημένοι φορείς. Το ΚΕΑΔ που συνεργάστηκε στο παρελθόν και με τα δυο
κόμματα όταν ήταν στην κυβέρνηση αυτά, την περίοδο αυτή έχει προγραμματική
συμφωνία με το ΔΚ που βρίσκεται στην αντιπολίτευση εν μέσω μιας πολύ σοβαρής πολιτικής
κρίσης. Η προσωπικότητα του Έλληνα βουλευτή του ΚΕΑΔ Βαγγέλη Ντούλε κυριαρχεί
και στις δυο αυτές οργανώσεις των Ελλήνων εδώ και 30 περίπου χρόνια.
β)Το MEGA (Κόμμα
της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας για το Μέλλον) ως ανταγωνιστικό με το ΚΕΑΔ ιδρύθηκε σχεδόν με την ίδια ιδεολογία
και προοπτική, δηλαδή της προώθησης των συμφερόντων και των δικαιωμάτων της
ΕΕΜ. Διακρίνεται για τις αντιθετικές επιλογές με το ΚΕΑΔ όσον αφορά στη στήριξη
σε έναν από τους δυο πόλους του συστήματος και υπερθεματίζει των εθνικών
δικαίων όπως και το ΚΕΑΔ. Το MEGA αυτήν την περίοδο έμμεσα στηρίζει το
Σοσιαλιστικό Κόμμα και συμμετείχε στις
πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη τοπικών αυτοδιοικήσεων παρ’ όλο το
μποϋκοτάζ εκ μέρους του Δημοκρατικού Κόμματος-ΚΕΑΔ (μέλη της πρωτοβουλίας των
6). Η σύγκρουση των δυο αυτών κομμάτων είναι μόνο η μια πτυχή της εσωτερικής
σύγκρουσης στη μειονότητα, μιας σύγκρουσης τακτικισμών μεταξύ τμημάτων της
πολιτικής ελίτ.
γ)Η
συμμετοχή ενός τμήματος της ΕΕΜ στα τρία αλβανικά κόμματα (μέλη της μειονότητας
ανήκουν στο ΔΚ του Μπερίσα, στο ΣΚ του Ράμα και στο ΣΚΕ) κόμματα ολοκληρώνει
την πολιτική και κατ’ επέκταση την κοινωνική διάσπασή της. Με εμβληματική τη
φυσιογνωμία του Βαγγέλη Τάβου (ΣΚΕ-LSI) που κυριαρχεί εδώ και πάνω από 20
χρόνια στο χώρο της ΕΕΜ κι έχοντας τον αδερφό του Γρηγόρη στο χώρο των
επιχειρήσεων, ένα άλλο τμήμα συμμετέχει οργανικά στα δυο κόμματα του πολιτικού
συστήματος που κυριαρχούν στη μεταπολιτευτική ζωή της Αλβανία. Σε θέσεις
βουλευτών, υπουργών, προέδρων και αντιπροέδρων του κοινοβουλίου, γραμματέων
υπουργείων, περιφερειαρχών και αντιπεριφερειαρχών καθώς και σε άλλους θεσμικούς
τομείς, έχουν βρεθεί κατά καιρούς μέλη της ΕΕΜ, υπό την αιγίδα των τριών
κομμάτων, σε όλη την περίοδο μετά το 1992. Ο πολιτικός κατακερματισμός της
μειονότητας κατ’ αρχήν οφείλεται στην ύπαρξη ξεχωριστών ομάδων οικονομικών
συμφερόντων που πρόβαλαν από το προηγούμενο καθεστώς: είτε έχοντας μια
προνομιακή θέση σε αυτό ως συνέχειά του είτε αντιθετικά με αυτό δημιουργήθηκαν
νέες ομάδες με βάση τις νέες γνωριμίες με επενδυτές και φίλια υποστυλώματα
κυρίως από την Ελλάδα (επιχειρηματίες, εκκλησιαστικοί παράγοντες, ιδρύματα
κλπ.). Οι ομάδες αυτές ξεκινούν από τις ηγετικές φυσιογνωμίες που οριζόντια εμπλέκονται
με τον επιχειρηματικό κόσμο και τους θεσμούς, συνδέονται με τις προσβάσεις τους
στην Αθήνα, και προς τα κάτω συνδέονται με τα χαμηλά στρώματα στα οποία
υπόσχονται εξυπηρετήσεις. Μετά το 1994 και τα μέτρα τρομοκρατίας αυξήθηκε η
επιρροή των 3 αλβανικών κομμάτων στον πληθυσμό της ΕΕΜ σε ένα πλαίσιο ασφαλούς
προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
Σε γενικές
γραμμές η απουσία μια εναλλακτικής
πολιτικής δράσης (σε κάποια μεγάλη περίοδο το κυρίαρχο δίλημμα ήταν:
Βαγγέλης Τάβος ή Βαγγέλης Ντούλες) που
να συνδυάζει το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα, μιας δράσης ακηδεμόνευτης
βασισμένης στην ισχύ των πολλών, εντείνει την πολιτική και πολιτιστική παρακμή
στο χώρο της ΕΕΜ, «πάνω» και «κάτω». Η κοινή αντίληψη πως «το συμφέρον
κυριαρχεί» και «τι να κάνουμε, αυτούς έχουμε» υποδηλώνει μια στασιμότητα αλλά
το έλλειμμα μιας ανεξάρτητης αντίληψης για τα πράγματα. Η κομματοκρατία ως
ίδιον του ελληνισμού στο νέο ελληνικό κράτος μετά το 1821 αποτελεί το
αποκλειστικό πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και ανάπτυξης. Από την
άλλη, η «δεξιά» ιδεολογία της πλειοψηφίας των μελών της ΕΕΜ δεν είναι παρά ένα
αντανακλαστικό που σχετίζεται με την «αριστερή» δικτατορία ύστερα από αγώνες
που συνέθεσαν το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα κατά τη διάρκεια της κατοχής
μέσω της ίδιας της ενβερικής «αριστεράς» που έγινε κράτος το 1945. Εξάλλου η
ελλαδική αριστερά+… με τη στάση της ωθεί αντανακλαστικά στην άλλη κατεύθυνση.
Ε)Η
συνεργατική οικονομία είναι ένα ζήτημα ταμπού στη μειονότητα. Μετά την
υποχρεωτική «ταξική πάλη», τις κοπερατίβες, ο κόσμος αδυνατεί να συγκροτηθεί
συνεργατικά. Άλλωστε η μειονότητα παραγκωνισμένη στα πρώτα βήματα του αλβανικού
κράτους και κυρίως από το 1925 ως τον πόλεμο, περίοδος κυριαρχίας της
οικογένειας Ζόγκου και των Ιταλών, διέπρεψε στον τομέα της ιδιωτικής οικονομίας
(εμπόριο, βιοτεχνία, τράπεζες, διανοούμενοι τόσο στην Ήπειρο όσο και στο
εξωτερικό). Ένα άλλο, το μεγαλύτερο τμήμα της ΕΕΜ που ήταν υποζύγιο στα
τσιφλίκια των αγάδων, συνέχισε στον ίδιο δρόμο μετά το 1945 ως κατάστρωμα στη
γαλέρα της κοπερατίβας μαζί με όσους
χαρακτηρίστηκαν «κουλιάκοι»-πρώην μεγαλοκτηματίες. Έτσι μετά την κατάρρευση του
κράτους και της οικονομίας ο δρόμος άνοιξε προς την ιδιωτική επιχείρηση αλλά
και στην αναδιανομή της γης-κτιρίων. Με χρηματοδοτήσεις από επενδυτές από τη
μια αλλά και από την άλλη με χρήματα που κερδήθηκαν με απίστευτο κόπο και
δουλειά από τη μετανάστευση, άνοιξαν δειλά κάποιες επιχειρήσεις στο δευτερογενή
και στον τριτογενή τομέα, μικρές και μεγάλες. Η απασχόληση μελών της ΕΕΜ στις
μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις δίπλα σε εργατικό δυναμικό από την αλβανική
κοινότητα αποτελούν ένα επισφαλές έδαφος πάνω στο οποίο επιβιώνει κάποιο τμήμα
του κόσμου το οποίο βεβαίως δεν μπορεί να καλυφθεί από τις ανύπαρκτες υπηρεσίες
ελέγχου για την τήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων ή από το δήθεν πατριωτισμό
των ελλήνων επιχειρηματιών. Δίπλα σε αυτές τα τελευταία χρόνια κάποιοι λίγοι
μικρής οικονομικής εμβέλειας επιδιώκουν να επενδύσουν και στον πρωτογενή τομέα,
με πολλές δυσκολίες και κόπο. Παρ’ όλα αυτά, το εμπόριο κάποιων καθημερινών
αγαθών και κυρίως περιοχών που συνορεύουν με τα Ιωάννινα πραγματοποιείται
κυρίως από την ελλαδική αυτή πόλη και καταναλωτικές ανάγκες ικανοποιούνται ή
συμπληρώνονται από την οικιακή οικονομία. Σε όλα αυτά τα αρνητικά οφείλουμε να
συμπεριλάβουμε τη γενικότερη τάση των Αλβανών για τη μετανάστευση (για 60%
κάνουν λόγο οι στατιστικές) όπως και την αιμορραγία που γίνεται οριστική
αφαίμαξη στα χωριά της μειονότητας. Ένας σημαντικός στόχος, η αυτόκεντρη παραγωγική ανάπτυξη του τόπου
παραμένει ένα μακρινό όνειρο ή μια μελλοντική πραγματικότητα που θα προκληθεί
πιθανώς από μια νέα συνειδητά συνεργατική και αλληλέγγυα τάση.
ΣΤ)Τα όργανα
της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στους Δήμους και στις Κοινότητες παίζουν κι αυτά ένα
σημαντικό ρόλο στη ζωή της ΕΕΜ αναλόγως με την ποιότητα των ανθρώπων που
βρίσκονται επικεφαλής σε αυτά. Με πολύ περιορισμένο ρόλο, έτσι κι αλλιώς, η
Τοπική Αυτοδιοίκηση στην ΕΕΜ, με έναν συνδυασμό υποχρηματοδότησης και πιθανής
κακοδιαχείρισης, σοβαρά προβλήματα υποδομών αδυνατεί να τα λύσει. Το νερό, οι κοινοτικές
υποδομές αναψυχής, άθλησης, πολιτισμού κλπ., το τοπικό οδικό δίκτυο, οι
συγκοινωνίες, αλλά και άλλα πιο προωθημένα ζητήματα όπως η τοπική οικονομική
ανάπτυξη, η δημιουργία τοπικών οργάνων δημοκρατίας φαίνεται πως πάσχουν. Οι
αντιθετικές πολιτικές τάσεις μέσα στην ΕΕΜ, τα διαφορετικά οικονομικά
συμφέροντα έχουν καταστρέψει στην ίδια την κοινότητα πολιτών, ό,τι άφησε όρθιο
η ενβεριανή δικτατορία και η συνέχειά τους την περίοδο του Μπερίσα. Η Τοπική
Αυτοδιοίκηση φαίνεται ότι αποτελεί ένα άλλοθι του πολιτικού συστήματος για την
προστασία των δικαιωμάτων, τη στιγμή που ως ολετήρας επιδιώκει απλά να την
ελέγχει.
Ζ)Οι
κοινωνικές δομές αφορούν συλλόγους ως επί το πλείστον «κάτω» που επενδύουν στο
ζήτημα της συλλογικής συνεύρεσης, το γνωστό αντάμωμα του καλοκαιριού «πάνω»
αλλά και κατά τη διάρκεια του χειμώνα «κάτω». Είναι σημαντικοί θεσμοί
προσαρμογής και επιβίωσης της ταυτότητας μέσω της ανάδειξης της πολιτισμικής
κληρονομίας, αν και πολλές φορές για διάφορους λόγους συγχέουν το πολιτισμικό
(βίωμα) με το πολιτιστικό (αναπαράσταση). Ανάλογα με το χωριό η συμμετοχή σε
αυτές ποικίλει. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι νεανικές συσπειρώσεις για το χωριό
Δερβιτσιάνη αλλά και για διάφορα χωριά του Βούρκου, της Ρίζας ή του Πωγωνίου,
ρόλος που φαίνεται και από το μεγάλο έργο που παράγουν στο δημόσιο χώρο του
χωριού τους, στηρίζοντάς το πολυποίκιλα. Σε αυτές τις δομές συναντιέται η
Ιστορία, η Δημοτική Ποίηση, η «Λαογραφία» ως τοπική αφήγηση ηθών, εθίμων,
γεγονότων που επισκίασαν ή ανέδειξαν τις κοινότητες στο παρελθόν, γεγονότα
αθλητικά αλλά και πρακτικές ιδέες που γίνονται ή δε γίνονται πράξη, συνήθως για
το καλοκαίρι «πάνω». Στην πραγματικότητα
όμως απέχει η δράση τους παρασάγγας από τη δράση των προπολεμικών συλλόγων της
διασποράς οι οποίες όχι μόνο είχαν να επιδείξουν ένα απαράμιλλο πνευματικό και
πολιτιστικό έργο αλλά και στήριζαν τις υποδομές των κοινοτήτων τους. Ένας
έμπειρος παραμένων «πάνω», απλά, αναφέρει ότι «μια μπίρα στην καφετέρια της
Αθήνας» αν στερηθεί ο καθένας που είναι «κάτω» έχει φτιαχτεί κάποιο χρήσιμο έργο
στο χωριό, «πάνω». Η νέα αυτή τάση που υποδηλώνει μια παραθεριστική σχέση
με το χωριό καθηλώνει και δεν εξελίσσει την ίδια τη μειονότητα. Πλέον εδώ και
μια 20ετία περίπου που υπήρξαν αλλαγές στην Ελλάδα και σταθεροποιήθηκαν οι
σχέσεις των δυο χωρών τουλάχιστον στο επίπεδο της μετακίνησης, άλλαξε και το
κοινωνικό-αξιακό μοντέλο της ίδιας της μειονότητας. Πολλοί ως επισκέπτες πλέον
ως παραθεριστές επισκέπτονται το χωριό τους. Κατανάλωση, επίδειξη αυτοκινήτου,
συζητήσεις για λεφτά και όνειρα για περισσότερα «κάτω». Η ταυτότητα μεταξύ
σφύρας και άκμονος. Ίδωμεν, η ζωή επιβεβαιώνει, η ζωή διαψεύδει. Σε μια εποχή
με περισσότερα ερωτηματικά από τις καταφάσεις της.
Από την Άνοιξη του 1994
«Τη χώρα μου τη λένε Καρτερία.
Τις πέτρες μου τις λένε δυο λογιώ: χτίζω το ηρώο για τα τσιροπούλια, τις άλλες τις πετάω στους παραμένοντες περαστικούς.
Τα κουφώματα στις πόρτες –ευτυχώς- μπάζουν τον αέρα του άγνωστου παιδιού όταν κουνάει τα χέρια πάνω στις μελικοκιές.
Το χωριό μου λέγεται Δυο Χωριά. Την Εκκλησιά που πηγαίνω τη λένε Αγία Οργή.
Το Φεγγάρι μου το λένε Ιδρώτα στα Διάσελα και την Καρδιά μου Καφενείο της Ιστορίας.
Στην ανάλυση αίματος θα εντοπίσετε το μικρόβιο των Μυρμιδόνων.
Τι παράξενο, δε θέλω να σας πω το όνομά μου».
Του Ντίνου Τσίγκου «ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ»
Από τον
Απρίλιο του 1994, μετά την ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη ακροδεξιά προβοκάτσια της Επισκοπής που είχε ως αποτέλεσμα την άνανδρη δολοφονία δυο
αλβανών στρατιωτικών στο φυλάκιο, ένα τρομοκρατικό πογκρόμ εξαπλώθηκε στον
ελληνισμό της Αλβανίας (καταπολέμηση ενός δήθεν ελληνικού σχεδίου «LOTUS») με αποκορύφωμα τη δίκη-παρωδίατων 5 στελεχών της
οργάνωσης ΔΕΕΜ Ομόνοια με κύρια κατηγορία την «εσχάτη προδοσία». Το αλβανικό
κράτος σε μια περίοδο πλήρους αποδιοργάνωσης και υποβασταζόμενο οικονομικά από
την ξένη βοήθεια επανεκκίνησε αντανακλαστικά το ζήτημα του «εσωτερικού εχθρού»
με έναν τρόπο γνωστό από την ενβεριανή δικτατορία. Οι μυστικές υπηρεσίες, η «νέα»
Shik στη θέση της «κομμουνιστικής» Sigurimi, ήταν ο βασικός αν όχι ο μοναδικός
παράγοντας συνοχής των θεσμών, εφόσον κανένας άλλος θεσμός δεν λειτουργούσε στο
ίδιο το κράτος και την οικονομία. Από την «ταξική πάλη» στον εθνικισμό, με τον
ίδιο περίπου κατάλογο κατηγοριών, προβιβάστηκε η λειτουργία του σκληρού και
μοναδικού -ίσως- πυρήνα του αλβανικού κράτους. Άλλωστε -και είναι κοινό
χαρακτηριστικό- σε όλα τα «σοσιαλιστικά» καθεστώτα η «ταξική πάλη» που
παραμέριζε τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ κοινοτήτων πίστης και εθνικότητας
διαγράφοντάς τες, ενσωματωνόταν στην κυρίαρχη εθνική ταυτότητα. Η Αλβανία που
κήρυσσε τον πόλεμο στις θρησκείες και στις εθνικότητες προς χάριν της «ταξικής πάλης» αναδείκνυε την μοναδική
κοινή: την «υπερήφανη» αλβανική ταυτότητα. Είναι γνωστό «μυστικό» ότι το ίδιο
το καθεστώς και οι φορείς του παρόλο που επίσημα αναγνώριζαν την ελληνική
μειονότητα, στον προσδιορισμό του Έλληνα μειονοτικού αποψίλωναν τον εθνικό
προσδιορισμό στην υποχρεωτική και κάτω από το φόβο μοναδική εκδοχή:
«μειονοτικός».
Από το 1992
μέχρι και την Άνοιξη του 1994, παρόλα τα προβλήματα, τη φτώχεια, την
απορρύθμιση των θεσμών, την ασφυχτική πίεση από τη Σιγκουρίμι που ποτέ δε
σταμάτησε τη λειτουργία της, τις κορώνες του καθεστώτος Μπερίσα, την
μετανάστευση στην Ελλάδα, υπήρξε ένας αναβρασμός για όλα τα ζητήματα:
εκπαίδευση, υποδομές, αναδασμός αλλά κυρίως όνειρα για την οργάνωση της
μειονότητας. Όμως το περιβάλλον για τη μειονότητα δε θα μπορούσε να είναι
ασφαλές. Από τη μια το πολιτικό σύστημα στην Αλβανία αναζητώντας διεθνείς
προστάτες (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΗΠΑ, Τουρκία) επένδυε, χωρίς κενά, σε μια εθνικιστική
ιδεολογία ως προϋπόθεση συνοχής ακολουθώντας τις πρακτικές του ενβεριανού
καθεστώτος κι από την άλλη το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα βρισκόταν προ
εκπλήξεως για το ότι «υπήρχαν» Έλληνες στη διπλανή χώρα. Εκεί, σε αυτό το κενό
και στην Ελλάδα στήθηκε ένα εργαστήρι εθνικισμού και σωβινισμού. Οι δολοφονίες
των δυο αλβανών στρατιωτικών που ήταν το επιστέγασμα τυχοδιωκτισμού κάποιων εν
Ελλάδι ακροδεξιών κύκλων, έγιναν το χρήσιμο έδαφος μιας ανθελληνικής
αντεπίθεσης η οποία μέχρι και σήμερα ενορχηστρώνεται σε κάθε περίσταση από το
δικομματικό πολιτικό σύστημα και τις παραφυάδες του ή τους μπαλαντέρ του. Δεν
χρειάζεται να το υπογραμμίσουμε ότι είναι άλλο να ζεις «επάνω» με τις όποιες
αντιφάσεις και υποχωρήσεις κι άλλο να παριστάνεις τον εθνικό ήρωα «κάτω», στην
Ελλάδα δηλαδή. Η χαριστική βολή δόθηκε το 1997 με τις περιβόητες πυραμίδες.
«Κάτω» όσοι ήμαστε οι αρνητές του
εθνικού ζητήματος από το αριστερό-ελευθεριακό κίνημα+… ομιλούσαμε για
«εξέγερση» στην «αναρχομάνα Αλβανία». Οι άνθρωποι «επάνω» λέγαν για «πόλεμο»
αφού έζησαν την τρομοκρατία, την καταστροφή των υποδομών, τις απαγωγές,
τραυματισμούς και φόνους και μια άνευ προηγουμένου μετανάστευση με τον οριστικό
οιονεί ξεριζωμό τους. Από τότε ελάχιστοι επιστρέφουν, οι περισσότεροι φεύγουν.
Ένα
δικομματικό σύστημα βουτηγμένο στη διαφθορά, αξιοποιώντας τον εθνικισμό ως «το
τελευταίο καταφύγιο του κάθε αχρείου» εξελίσσεται δυναμικά από τα κυβερνητικά
κόμματα και τις συνιστώσες τους παραδίδοντας το ένα στο άλλο τη σκυτάλη. Η μετά
το 2013 εκλογή του Έντι Ράμα και η ολοένα μεγαλύτερη δόση σοβινιστικού δηλητηρίου
που εξασφαλίζει τη συγκρότηση της βάσης στήριξής του, ίσως λειτουργεί ως
ελιξίριο λήθης υπηρετώντας σκοπιμότητες μιας μειονοτικής ελίτ που περιστασιακά
συμμαχεί με τη μια πλευρά του συστήματος. Για όσους ξεχνούν ή δεν θυμούνται
κάποιες από τις αιτίες με όνομα, για τη σημερινή κατάσταση της μειονότητας στην
Αλβανία θα πρέπει να θυμηθούν ότι το συντεταγμένο κόμμα με την ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια»
-μετά τη γνωστή απαγόρευση συμμετοχής της στις εκλογές- που συνεργάστηκε και με
τις δυο κυρίαρχες εκλογικές παρατάξεις όταν αυτές ήταν στην κυβέρνηση ήταν το
ΚΕΑΔ. Στον αντίποδά του χωρίς σοβαρές διαφορές, σε επίπεδο διακήρυξης, στήθηκε
το MEGA το οποίο στήριξε την κυβέρνηση Ράμα. Κάποιοι εν όψει της πολιτικής
κρίσης που σοβεί εδώ και πάνω από τρία χρόνια και κορυφώθηκε με την εδώ και
μήνες αποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Δημοκρατικού Κόμματος του
Μπερίσα, του μειονοτικού ΚΕΑΔ καθώς και άλλων μικρών κομμάτων από το
κοινοβούλιο όπως και τις συνεχείς διαδηλώσεις στα Τίρανα, θα έπρεπε να θυμηθούν
πριν συνταχθούν μονόπλευρα στον έναν πόλο του συστήματος το ποιοι είναι οι
πολιτικοί εμπνευστές της καταπάτησης
της περιουσίας των Χιμαραίων. Το ποιοι ήταν πολιτικά υπεύθυνοι για
τη δολοφονία του Χιμαραίου Αριστοτέλη Γκούμα που ήταν «προκλητικός» μιας και
μιλούσε στη Χιμάρα ελληνικά. Ποιοι ήταν αυτοί που τακτοποίησαν μέσω της διοικητικής αποκέντρωσης τη διάσπαση της ελληνικής κοινότητας
στη Χιμάρα. Ποιο είναι το ιστορικό κόμμα μετά το 1992 που ενεργοποίησε πρώτο
την ανθελληνική εκστρατεία και οργάνωσε τη σκευωρία της δίκης των 5; Ποιο είναι
το κόμμα που εν όψει της κρίσης των πυραμίδων έστειλε όπλα στους αδελφούς
Κοσοβάρους και μάλιστα με την ίδια την παραδοχή του ιστορικού αρχηγού του; Ποιο
κόμμα είχε αρχηγό που φίλησε το χέρι του Τούρκου ηγέτη Ερμπακάν και τον
αποκάλεσε «baba»;
Ποιο κόμμα διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για το πόσο εθνικό κόμμα είναι μπροστά στη
μειοδοσία του άλλου; Ποιοι ήταν αυτοί που μέσω της δήλωσης «mea culpa» σε
προεκλογική κοινή εκδήλωση στη Χιμάρα (Δημοκρατικό Κόμμα-ΚΕΑΔ) και με το
ανανεωμένο προφίλ ενός Λελουζίμ Μπάσα (από το ίδιο περιβάλλον Μπερίσα) βάπτισαν
στην κολυμπήθρα το Δημοκρατικό Κόμμα κάνοντας προγραμματική συνεργασία.
Η κατάσταση
είναι τραγική απ’ όλες τις πλευρές χωρίς κάθαρση. Ο αλβανικός Ιανός σε κάθε
περίπτωση έχει να παραλάβει τη σκυτάλη από το χέρι του άλλου προσώπου
υπακούοντας πιστά στο ίδιο αφεντικό και στον ίδιο δεσπότη: Στις ΗΠΑ και στην
Τουρκία, χαμηλώνοντας τους τόνους όταν πρόκειται για χρηματοδοτικά πακέτα της
ΕΕ που θα τονώσουν τις καταναλωτικές συνήθειες της ελίτ που συγκυβερνάει μέσω
των ανύπαρκτων θεσμών. Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα πέρα από το γεγονός ότι
είναι απροστάτευτη ουσιαστικά πέρα από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική
της ελίτ, είναι ήδη αποδεκατισμένη πληθυσμιακά με αιτίες πολιτικές, οικονομικές
και κοινωνικές. Το ίδιο το σύμπτωμα της μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας
έχει εξελιχθεί στο κεντρικό ζήτημα επιβίωσης της ίδιας ως ένα ιστορικό συλλογικό
υποκείμενο. Αν συμπεριληφθούν και οι αφόρητες πιέσεις του κράτους και του
παρακράτους τότε η κατάσταση οδηγεί τη μειονότητα στην έκλειψη. Απέναντι σε
αυτήν υπήρξε η αντίσταση του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Η σημασία της κρατικής δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα
-One μπέμπα μπλομ two κείθε μπλομ
Three ήρθ’ η μέρα την ψυχή σου δώ’ μ’.
-RENEA για λιγόστεψε
RENEA γύρνα πίσω.
-Στης Δερόπολης τον κάμπο
μ’ άνοιξαν χαντάκι να ‘μπω.
-Πάνω στο λόφο το γυμνό
δεν ήσταν σεις ήμουν εγώ
-Ήμουνα και ‘γω θιγμένος
του Πατροκοσμά το γένος
-Κάνει κρύο κάνει τσίφι
για
το δόλιο το Κατσίφι
Του Ντίνου Τσίγκου «ΔΥΣΤΙΧΑ
ΤΗΣ 28ης»
Η δολοφονία
του Κατσίφα εκτός από μια ξεκάθαρα κρατική δολοφονία είχε πολιτική στόχευση:
την ένδειξη πυγμής απέναντι στην Ελλάδα με την κατευθυντήρια γραμμή της
Τουρκίας. Η προηγηθείσα συμφωνία από τις κυβερνήσεις Μπερίσα-Σαμαρά/Βενιζέλου
για την ελληνοαλβανική ΑΟΖ την οποία ακύρωσε το Αλβανικό δικαστήριο ήταν το
επίσημο ξεκίνημα της νέας κυβέρνησης Ράμα. Το «θαλάσσιο οικόπεδο στο μέγεθος
της Θεσσαλίας» κατά τον πρώην υπουργό Κοτζιά (ο οποίος μας το χάρισε όπως
περίπου δήλωσε) στα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας ήταν σε μια περίοδο μιας
προσωρινής εξομάλυνσης των σχέσεων με τον πρώην υπουργό εξωτερικών Μπουσάτι-μετά
διορίστηκε ο Κοσοβάρος Τσάκαϊ. Εκεί και τότε η διαπραγμάτευση είχε και τις
ισχυρές της υποχωρήσεις που συνοψίστηκαν περίπου στο: «δε μιλάτε για τους
Τσάμηδες, δε μιλάμε για τη Βόρεια Ήπειρο», λες και τα δυο ζητήματα έχουν τις
ίδιες ιστορικές και ηθικού αποτυπώματος αντιστοιχίες. [Για να μην ξεχνάμε, το σύνολο της ελληνικής μειονότητα συντάχθηκε και
με δικές του δομές συμπολεμώντας μαζί με το Φρόντι Νατσιονάλ Τσιλιμτάρ-ΕΑΜ
Αλβανίας ενώ το σύνολο της κοινότητας των μουσουλμάνων αλβανόφωνων
(Αλβανοτσάμηδες) συντάχθηκε με την Ιταλική κατοχή στη Θεσπρωτία και πολέμησε
επίσημα με τους ναζί έχοντας διαπράξει πολλά εγκλήματα.] Η ‘’ένοπλη ανταρσία’’
του Κωνσταντίνου ήταν μια σημαντική ευκαιρία για τη διασάλευση των
ελληνοαλβανικών σχέσεων συμμορφούμενη προς τας υποδείξεις Τσαβούσογλου για το
γκριζάρισμα του Ιονίου πελάγους. Αν δεν ήταν ο «τρελός», «φασίστας», «παρακρατικός»,
«εθνικιστής», όπως αθλίως τον κατηγόρησαν, θα ήταν κάποια άλλη η αφορμή για το
πισωγύρισμα σε σχέσεις έντασης. Η υπόθεση όμως της δολοφονίας έχει την καταγωγή
της στην πρόσφατη 25ετία που ακολούθησε το έτος 1994 στις δυο πλευρές.
Αμέσως μετά
την έναρξη της δίκης-παρωδία των Τιράνων που ξεκίνησε το Δεκαπενταύγουστο του
1994 ξεκίνησαν οι περιβόητες «σκούπες» στην Ελλάδα, μια υποτιμητική και
περιφρονητική ορολογία για τους ανθρώπους-ράκη, κυρίως Αλβανούς ή αχαρτογράφητους
μειονοτικούς, που βρισκόντουσαν εδώ και εκεί και κοιμόντουσαν σε αυτοκίνητα,
οικοδομές, σε οικόπεδα και τρώγλες. Ο στρατός σκλήρυνε τη στάση του και μια
σειρά μέτρων κατά της «λαθραίας» μετανάστευσης από την Αλβανία επιδίωξε να
δώσει με θρασύδειλο τρόπο μια πολιτική απάντηση σε ανίσχυρους ανθρώπους που
ήθελαν απλά να επιβιώσουν: ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, βιασμοί,
«εκπυρσοκροτήσεις» όπλων, «τυχαίοι» θάνατοι. Η αστυνομία και τα ελλαδικά ΜΜΕ
ομονοούσαν για λαθραίους, επικίνδυνους που «αμόλησαν από τις φυλακές», για «ανεμβολίαστους»
(sic!) και σχεδόν «κακούργους» εκ φύσεως. Τα συνδικάτα
ήταν ανέτοιμα και ανέντιμα για να
υποδεχθούν ένα πλήθος φτηνής εργατικής δύναμης που μόνο για ταξική πάλη δεν
ήθελε να ακούει αφού την είχε ζήσει στο πετσί της ως προπαγάνδα, φτώχεια,
καταπίεση, διώξεις, τρόμο. Τα μικρά αφεντικά αξιοποίησαν στο έπακρο την
ανεκδοτολογική όψη του «Αλβανός τουρίστας» ενώ τα μεγάλα αφεντικά ευνοήθηκαν
από την μεσολαβητική θέση της Ελλάδας που ξεκίνησε να παίζει το ρόλο ενός
είδους εγγυήτριας χώρας για την βοήθεια της ΕΟΚ-ΕΕ προς την Αλβανία,
επενδύοντας. Γύρω στο 1997-1998 η κυβέρνηση Σημίτη εξομάλυνε τις διαδικασίες
νομιμοποίησης με άδειες παραμονής. Το «Βορειοηπειριότ» ήταν το νέο ανέκδοτο
στις υπηρεσίες που ασχολούνταν με τα χαρτιά ενώ ένα μεγάλο σχετικά σύνολο ενός
παρασιτικού συμπλέγματος, δικηγόρων και υπηρεσιών, λειτουργούσε με το αζημίωτο
για τις άδειες παραμονής.
Έτσι από τη μια δημιουργήθηκε ένα
σχεδόν δουλοκτητικό ευρύ στρώμα στην Ελλάδα και από την άλλη συστάθηκε μια
εγχώρια οικονομική ελίτ στα Βαλκάνια-η ίδια που κερδοσκοπούσε εις βάρος των
Ελλήνων με τα χρήματα του κράτους και της ΕΕ και μάλιστα χωρίς την επιστροφή
οφέλους που διαπνέει μια «κανονική», «αποικιοκρατική» παράδοση. Αντίθετα, με
χρήματα της ΕΕ και τις διευκολύνσεις του ελληνικού κράτους εξασφάλιζε, αυτή η
ελίτ, την αύξηση των κερδών της και κυρίως σε τομείς που γνώριζαν, ως κρατικοδίαιτες,
παρασιτικές οντότητες: υπηρεσίες. Κι αυτές κυρίως στις τηλεπικοινωνίες και στις
τράπεζες, στο εμπόριο και σε κάποια συγχρηματοδοτούμενα μεγάλα έργα. Σε σχέση
με την ελλαδική οικονομία επίσης οφείλει να συμπεριληφθεί πως σημαντικό μέρος
της βασίστηκε σε φτηνά βαλκανικά χέρια για να καλύψει το έλλειμμα του
οργανωτικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, και κατάρρευσε από την είσοδο της
Κίνας, της Γερμανίας και της Τουρκίας στις αγορές των Βαλκανίων. Για αυτό και η
κρίση που προέρχεται και από την παραγωγική ανυπαρξία έπληξε και τις ίδιες τις
τράπεζες μετά την έναρξή της. Τα παραμύθια για την «ισχυρή Ελλάδα» ή οι
‘’επαναστατικές’’ κανονιστικές θεωρήσεις για την «ιμπεριαλιστική Ελλάδα»
αποδείχθηκαν τουλάχιστον λάθος και στην χειρότερη περίπτωση ξέφτισαν. Έτσι την
περίοδο του ξεσπάσματος της ελλαδικής κρίσης ήδη από το 2009, η Ελλάδα βρέθηκε
σταδιακά μέχρι και σήμερα, από δήθεν παράγοντας των Βαλκανίων σε μια ανασφαλή
από κάθε άποψη χώρα. Η μεταπολίτευση της παρασιτικής κατεύθυνσης σε όλα τα
επίπεδα της κοινωνικής ζωής και οργάνωσης, μέσω της διεθνούς επιτήρησης σήμερα,
κατέδειξε τον πραγματικό ρόλο της χώρας.
Την ίδια
περίοδο εξομάλυνσης επί Σημίτη, έσκασε το σκάνδαλο με τις «πυραμίδες», ένα
σκάνδαλο ολκής, που είχε πολύ σοβαρές συνέπειες διεθνώς, για τις σχέσεις των
δυο χωρών αλλά και για την ίδια τη μειονότητα. Η κατάσταση οδήγησε στην αλλαγή
φρουράς. Το σοσιαλιστικό κόμμα του Φάτος Νάνο, ο οποίος μέχρι τότε ήταν
φυλακισμένος, ήταν ο νέος εγγυητής για την ένταξη της Αλβανίας στη διεθνή
οικονομία. Μετά την επέμβαση των δυτικών δυνάμεων στη Σερβία το 1999 στήριξε
ρητορικά τη σταθερότητα αν και αναπτερώθηκε ο αλβανικός εθνικισμός από το
σχεδιασμό της ένωσης με το Κόσσοβο ύστερα από τη διεθνή αναγνώρισή του από τη
διεθνή ηγεμονική ομάδα που προκάλεσε τον πόλεμο. Η μετέπειτα περίοδος Μπερίσα
από το 2005 μέχρι και το 2013 ήταν περίοδος όπου συνέβησαν αρκετά σε αυτές τις
δυο χώρες. Η καθήλωση της Ελλάδας μετά την κήρυξη της κρίσης το 2010 ήταν
αρκετή για να διαλύσει κάθε έννοια μύθου για τον ιμπεριαλισμό της στα Βαλκάνια
και να δώσει τη σκυτάλη των εθνικών ζητημάτων στη Χρυσή Αβγή. Από την αλβανική
πλευρά η ίδια η επίσημη ρητορική και οι παλινωδίες της, γέννησαν μια σειρά
παρακρατικών εκτρωμάτων που μιλούσαν για την οριστική λύση στα εθνικά ζητήματα,
ζητήματα τα οποία ρητορικά ξεκίνησαν να ενσωματώνονται στην επίσημη ατζέντα,
μόνιμα. Η περίοδος από το 1997 μέχρι και το 2013, έτος που παρέλαβε την εξουσία
πρωθυπουργός ο Έντι Ράμα, είναι μια περίοδος όπου ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων
και Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα μονιμοποιεί την παρουσία του στην Ελλάδα ενώ
το «διαπολιτισμικό-πολυπολιτισμικό» αποτελεί την επίσημη κρατική της ιδεολογία.
Στην Αλβανία,
αντίθετα, υπήρχε μια άλλη κλιμάκωση: ενεργοποιήθηκε ως όχημα προπαγάνδας η
«αλβανική πλατφόρμα» του 1998, εγκεκριμένη από την επίσημη Ακαδημία που
νομιμοποιούσε διεκδικήσεις ενός αιώνα, πλατφόρμα που ανέβηκε ως εικόνα
συμβολικά με το drone στον αγώνα Σερβίας-Αλβανίας και κοσμεί το γραφείο του
πρωθυπουργού της χώρας. Η εκλογή του Ράμα ήταν σε μια εξέλιξη παραγκωνισμού της
παλιάς σοσιαλιστικής «φρουράς» που είχε διακριτικές σχέσεις και με τη Ρωσία και
ανάδειξης μιας νέας φρουράς με νέους συνεργάτες όλους σχεδόν ‘’πτυχιούχους’’του Ιδρύματος Σόρος. Έτσι και μετά από
διεθνείς ανακατατάξεις και αναταράξεις πολύ σημαντικές (Ουκρανικό ζήτημα,
Κριμαία, Συρία, Κουρδικό ζήτημα, επέλαση ΙΚΙΛ, Λιβύη κλπ) που ρευστοποίησαν και
συνεχίζουν να ρευστοποιούν τις ηγεμονικές δυνάμεις, η Αλβανία ξαναβγήκε το
προσκήνιο με αναθεωρητικές βλέψεις, ενταγμένη στη γεωπολιτική στόχευση του ΝΑΤΟ
να ολοκληρώσει το βαλκανικό του προγεφύρωμα για τον περιορισμό της Ρωσίας στον
ασιατικό της ρόλο. Το γεγονός ότι η ίδια
η πρεσβεία των ΗΠΑ ξεκαθάρισε επίσημα ότι δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής συνόρων
δε σημαίνει ότι η ύπαρξη του Κοσόβου θα διαρκούσε για πολύ ως αναπόσπαστο τμήμα
της Σερβίας σύμφωνα με το ψήφισμα 1244 του ΟΗΕ. Από την άλλη οι ΗΠΑ προώθησαν
τον αναθεωρητισμό στα Βαλκάνια επιδιώκοντας να κλείσουν χρονίζοντα ζητήματα
(συμφωνία Πρεσπών-προσπάθεια για τη συμφωνία στο Κόσοβο) και εντάσεις στα
Βαλκάνια αλλά και να προσελκύσουν δυνάμεις όπως της Σερβίας που ‘’ρωσίζει’’
επικίνδυνα με το στρατιωτικό οργανισμό «Σλαβική Αδελφότητα». Απώτερος στόχος
δεν είναι άλλος από τη στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας και η δημιουργία
συμμαχιών στο αντιφατικό βαλκανικό τοπίο.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον, όπου η
Τουρκία επεκτείνεται προς τη Συρία, το Αιγαίο, η Κύπρος και η Θράκη
απειλούνται. Σήμερα οφείλουμε να δούμε την «πίσω αυλή» της Τουρκίας, των πεδίων
βολής του ΝΑΤΟ-ΗΠΑ ενάντια στη Ρωσία και της οικονομικής ενσωμάτωσης
–δευτερευόντως- στην ΕΕ. Το αρνητικό αποτέλεσμα της Συνόδου δεν άλλαξε κανένα
‘’ισοζύγιο’’: το ΝΑΤΟ εξοπλίζει, η ΕΕ δίνει το χρήμα και η Ελλάδα κατευνάζει
παγιώνοντας τον τύπο της εξωτερικής της πολιτικής. Η Αλβανία, ο γενίτσαρος των
Βαλκανίων, με ένα απονομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα (60% επιθυμούν να
μεταναστεύσουν σύμφωνα με δημοσκοπήσεις) συνεχίζει επενδύοντας με τις συνταγές του ΔΝΤ, της ΠΤ και της ΕΕ,
να στοχεύει σε έναν βαλκανικό αναδασμό. Ο όποιος τύπος ένωσης με το
Κοσσυφοπέδιο δια μέσου ΝΑΤΟ-ΕΕ και η χρήση του εδάφους της από την
κεμαλοσουλτανική Τουρκία την καθιστά αναθεωρητικό παράγοντα στη Βαλκανική. ΝΑΤΟ
και Τουρκία αφήνουν ή στηρίζουν τον χρήσιμο αλυτρωτισμό του αλβανικού κράτους,
του οποίου παρ’ όλα τα σοβαρά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ο
σκληρός πυρήνας του κράτους λειτουργεί κανονικότατα. Οι
αμερικανικές σημαίες και στις δυο χώρες είναι σημαίες αναφοράς. Η σχέση με την
Κεμαλοσουλτανική Τουρκία γίνεται ολοένα και πιο σαφής αφού το αλβανικό κράτος
πραγματοποιεί με βήματα σημειωτόν ένα «απαλό» γκριζάρισμα του Ιονίου, στήνει
ερντογανικές θρησκευτικές δομές με εμβληματικά γεγονότα την ανέγερση του
μεγαλύτερου Τεμένους των Βαλκανίων στα Τίρανα και του μνημείου θυμάτων της 16ης
Ιουλίου, συμμετέχει με τουρκική προτροπή στην «Οργάνωση Ισλαμικής Διάσκεψης»
(ΙCΟ), δέχεται διαρκώς στρατιωτική βοήθεια, παραχωρεί το δικαίωμα ελλιμενισμού
τουρκικών πλοίων στην Αυλώνα, το δικαίωμα τουρκικής βάσης στο Πόρτο Παλέρμο
(μεταξύ Αγίων Σαράντα-Χιμάρας), το δικαίωμα βάσης ραντάρ στην Κορυτσά, και
δέχεται την κηδεμονία της Τουρκίας για την προώθηση του τσάμικου ζητήματος. Αυτοί
οι δυο, ουσιαστικά, παράγοντες επιτρέπουν ή ωθούν το χρήσιμο εθνικισμό του
αλβανικού κράτους που παρ’ όλα τα σοβαρά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά
προβλήματα, οι μηχανισμοί ασφαλείας λειτουργούν κανονικότατα.
Μέσα σε αυτό
το κλίμα που περισσεύουν οι απειλές της Άγκυρας, η Αλβανία ως πολιτικό σύστημα
προωθεί τον εθνικισμό έχοντας προκλητική στάση προς την Ελλάδα μέσω της
μειονότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα μπορούμε να αντιληφθούμε τις διαστάσεις της
δολοφονίας του Κατσίφα.
Ο Κωνσταντίνος του Δρυάνου
«Ο Κώστας, Ο Κωσταντής, ο Κωνσταντίνος, ο Μικροκωσταντής, ο Κωστάκης κι
ο Κώτσος. Φρονώ πως τους είδα μαζί
να πολεμάνε, να μαστορεύουν, να δακρύζουν για κάτι που δεν μπήκε στο
μάτι, να διδάσκουν Γεωγραφία και Παρρησία, να μπουσουλάνε μέχρι τη βρύση για
πορτοκαλάδα, να πίνουν ρακή με καφέ στο μνημόσυνο του Κώτσου.
Ποιος τους είδε και δεν τον φοβήθηκε.
Ποιος τον είδε και δεν τους φοβήθηκε»
Του Ντίνου
Τσίγκου «ΤΟΥ Κ.»
Ένα
προσκυνητάρι με το καντηλάκι, ένας αυτοσχέδιος σταυρός, η σημαία, δυο τσιγάρα
που δεν άναψαν για να τ’ ανάψει ο Κωσταντής, πέτρες που γράφουν για το θάνατο
του αντρειωμένου, πέτρες παντού. Δυο τσιγάρα δρόμος ανηφορικός απ’ το χωριό
μέχρι το γυμνό λόφο που βλέπει τον κάμπο της Δερόπολης, βλέπει τα σύνορα. Ο
Κωνσταντίνος δεν έχασε τη ζωή του εκεί, δεν πήγε για να σκοτωθεί, δεν
ικανοποίησε το όνειρό του να πεθάνει, δεν αυτοκτόνησε. Ο Κωνσταντίνος έβαζε τα
ιδανικά του και το όραμα του πιο πάνω από τη ζωή του, η στάση τον χεριών του
πριν πυροβοληθεί έλεγε: «δεν παραδίνομαι». Ο Κωνσταντίνος δολοφονήθηκε.
Ο
Κωνσταντίνος έπιασε το νήμα από το ’14, από το Σπυρομίλιο και το Θύμιο Λιώλη του
δεξιού, ηττημένου μειονοτικού μετώπου στην κατεχόμενη Αλβανία. Άλλωστε η
νικήτρια μειονοτική παράταξη που συμμάχησε με το ΕΑΜ Αλβανίας διαψεύστηκε μετά
την αποχώρηση των ναζί. Η σημαία για τον Κωνσταντίνο, η εκκλησιά που ήθελε να
χτίσει και «θα ένωνε το χωριό», θα ήταν το παράδειγμα για τον ελληνισμό της
Αλβανίας. Θα έσπαγε τον τρόμο του παρακράτους που έκανε αναρίθμητες επιθέσεις
στα χωριά της μειονότητας: Κρέσνικ Σπαχίου, Ταχίρ Βελίου, Αρντάν Χότζα, είναι
μόνο ενδεικτικά ονόματα αρχηγών από τις κατά καιρούς συμμορίες που έκαναν τη
δουλειά ενός κράτους που πρόβαλε τα 4 σαντζάκια της Πριζρένης του 1878 ακόμα
και σε κεντρική θέση στο αλβανικό «Μαξίμου» και εντέχνως σαν εξωτερική πολιτική
προς το Κόσσοβο ή προς τις μειονότητες που ζουν στις όμορες χώρες. Ο
Κωνσταντίνος δεν σήκωνε σημαίες ευκαιρίας στην Ελλάδα, σήκωνε σημαίες εκεί που
-αν και νόμιμη η ανάρτησή της- δεν είναι παρά μια περιπέτεια. Όπως περίπου το
να κατεβάσεις τουρκικές σημαίες στην Κύπρο.
Πολλοί –«δικοί»
και άδικοι- έχουν να το λένε: ήταν «σκληρό καρύδι». Πολλοί λένε πως ήταν παντού
σε κάθε θέλημα, να βοηθήσει, να προστρέξει στο χωριό, τους πιο φτωχούς τους
νοιαζόταν, Έλληνες κι Αλβανούς. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν γραφιάς. Ήταν ένας λαϊκός αγωνιστής,
βιοπαλαιστής και φτωχός. Η προσωπικότητά του ανήκε σε έναν παλιό ανθρωπολογικό
τύπο που έβαζε πάνω απ’ όλα το κοινό συμφέρον, τύπο ανιδιοτελούς ανθρώπου, μακριά
από τη χρησιμοθηρία και το συμφέρον, τύπος που δεν υπάρχει πια. «Τον αγαπούσαν πολλοί Αλβανοί. Υπάρχει τέτοια
πίεση και δεν μιλούν για αυτό, αλλά τους καταλαβαίνω. Όπως για παράδειγμα ένας
ταλαιπωρημένος άνθρωπος πολύτεκνος που δουλεύει για το αλβανικό κράτος με μια
φτωχή οικογένεια. Μια φορά πήγα στο σπίτι του: πως τον ήξερες τον Κώστα; τον ρωτάω. Τον ήξερα 7-8 χρόνια. Μου έφερε 4-5
ντενεκέδες με λάδι το χρόνο. Τουλάχιστον σου έκανε καλή τιμή; τον ρωτάω. Δεν
μου έπαιρνε λεφτά, μου απαντά. Έμεινα άφωνος. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση». (αφήγηση του γαμπρού του, Άκη Σακελλαράκη)
Ο
Κωνσταντίνος, άδολος και ανιδιοτελής, είχε καταλάβει με το λαϊκό του ένστικτο
τους «πατριώτες» που «κάτω» έσκιζαν τα ιμάτιά τους κι έβγαζαν πύρινους λόγους άνετα
και με το αζημίωτο. Ο Κωνσταντίνος ήταν «πάνω» όχι «κάτω». Από το 1994 που
έπεσε βαριά η ταφόπλακα της τρομοκρατίας, επιδίωξε μετά από μια 20ετία να
σηκώσει με την προσωπική του στάση το εθνικό φρόνημα της μειονότητας,
σηκώνοντας σημαίες και γνωρίζοντας ότι της αναρτά νομίμως. Οι συχνές του
προσαγωγές-ανακρίσεις στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, οι πολύωρες ανακρίσεις
στα σύνορα της Κακκαβιάς είναι απλά ενδεικτικές τόσο για το κλίμα που άφηνε ο
απόηχος της δράσης του όσο και για το πόσο σοβαρά αντιλήφθηκαν οι αρχές την
αντίστασή του. Αλλά ήταν ένας μοναχικός λύκος. Κατάμονος. Ούτε φασίστας ήταν,
ούτε παρακρατικός, ούτε μέλος οργάνωσης. Ούτε έμπορος ναρκωτικών που το επίσημο
ελλαδικό κράτος άφησε να διαρρεύσει. Ο Κωνσταντίνος ο «προσκυνητής», που πήρε
την προσωνυμία αυτή εξαιτίας των συχνών επισκέψεών του ση μονή του Δρυάνου, είναι
ο νέος πεσών δίπλα στα μνήματα των πεσόντων του ‘40, ένας νέος πεσών βρίσκεται
στο Μπουλεράτι. Η δολοφονία του ένωσε το παρελθόν του 1914, του 1940 με το
σήμερα. Ένωσε την κατεχόμενη Κύπρο του Σολωμού με τους Έλληνες της Αλβανίας.
Πριν λίγο
καιρό η οικογένειά του ξεκίνησε την ανέγερση ενός εικονοστασίου, εκεί στο λόφο
που δολοφονήθηκε. Στα όνειρα του Κωνσταντίνου ήταν η ανέγερση ενός ναού,
αναφορά ενότητας απέναντι στα διχαστικά δίπολα που κυριάρχησαν στη μειονότητα.
Εκτός από πατριώτης-«σκληρό καρύδι», ο Κωνσταντίνος, ήταν παιδί-διαμάντι:
αλληλέγγυος, μοιραστικός, βαθειά ανθρώπινος. Για αυτό κι έγινε στόχος των
αρχών. Το σημείο της ανέγερσης ήταν ήδη τόπος επίσκεψης-προσκυνήματος. Την
Πέμπτη 10 Οκτωβρίου η αλβανική αστυνομία απαγόρεψε την ανέγερση ενώ έστησε
μπλόκα στις εισόδους, στους Βουλιαράτες, καθώς κι ένα συνεργείο ανακρίσεων: ποιοι
ανέβαιναν επάνω, πότε, τι λένε, ακόμα και σε βοσκούς με απειλητικές ερωτήσεις,
αν βόσκουν σε χωράφια νοικιασμένα ή δικά τους. Στη συνέχεια επέβαλε απαγόρευση
της πρόσβασης στο λόφο του μαρτυρίου και ζήτησε άδεια ανεγέρσεως, ανέκδοτο,
όταν χιλιάδες κτίρια είναι παράνομα χτισμένα και συνεχίζουν να χτίζονται χωρίς
άδεια. Την επόμενη μέρα δρομολογήθηκε αίτηση προς τη Δημοτική Αρχή για την άρση
της απαγόρευσης. Τη νύχτα του Σαββάτου ενεργοποιήθηκε το παρακράτος που
κατάστρεψε ό,τι είχε χτιστεί, τα υλικά (κεραμίδια, τούβλα, τσιμέντα, νερό σε
δοχεία) που με πολλές δυσκολίες ανέβηκαν σε έναν ανηφορικό λόφο. Η μάνα του η Βασιλική:
«Εκεί τα έσπασαν όλα παιδί μου, δεν άφησαν τίποτα.
Πήγα το πρωί, είδα που δεν άφησαν τίποτα όρθιο… 400 κεραμίδια τα έκαμαν
κομμάτια, σακούλες, πενήντα εξήντα όλα τα έσκισαν, τα άφησαν εδώ και εκεί.
Άμμος, τα βαρέλια τα μεγάλα τα τσίγκινα, τα τρυπήσανε τα αδειάσανε, που ήταν
γεμάτα νερό… Πολεμάνε το παιδί μου ακόμα και εκεί που είναι! Άδικα έφαγες τα
νιάτα σου του λέω…».
Η οδός Βαλκανίων περνάει από το μνήμα
του Κωνσταντίνου. Εκεί, για ένα καφέ, ένα τσίπουρο, ένα τσιγάρο. Τα υπόλοιπα τα
λέμε στην κατεχόμενη Ροζάβα, στην κατεχόμενη Κερύνεια, στην κατεχόμενη Γάζα.