Πριν από μερικές μέρες
έλαβα το πιο κάτω μήνυμα από ένα διαδικτυακό φίλο τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά:
«Καλημέρα κ. Σολων.
Ανακάλυψα τυχαία τη σελίδα σου εδώ και απο τότε την παρακολουθώ ανελλιπώς. Εύχομαι
όμως να υπήρχαν περισσότεροι σαν και σένα στην Κύπρο να μας ανοίγουν τα μάτια,
αν και γι αυτό δεν έχω πρόβλημα τα βρίσκω μόνος, πρόσθεσα και εσένα στις πηγές
μου. Απο την άλλη με κάνει να σκέφτομαι άνθρωποι σαν και σένα με τόσες γνώσεις,
καρδιά, δύναμη πως αντέχετε να ζείτε σ αυτο το τσιφλίκι που λεγεται Κύπρος; Θα
με ενδιέφερεν πολύ η απαντηση σας.»
Τον ευχαρίστησα για τα
καλά του λόγια -αν και τα βρίσκω λίγο υπερβολικά- και του υποσχέθηκα μία απάντηση
μέσα από ένα άρθρο. Αναγνωρίζω ότι τα όσα θα γράψω θα ειναι ανακατωμένα και
πιθανώς και χωρίς λογική συνέχεια. Η φύσις του ερωτήματος είναι τέτοια που
ανακατώνει τα πιο δύσκολα και αβάστακτα συναισθήματα που μπορεί να έχει
οποιοσδήποτε αγωνίζεται καθημερινά να επιβιώσει μέσα στο τσιφλίκι που
ονομάζεται Κύπρος. Γι αυτό φίλε μου σε παρακαλώ συγχώρα την ανακατωσούρα που
ακολουθεί.
***
Άγνωστε φίλε
Το ερώτημα σου με έριξε σε μία άβυσσο
συναισθημάτων. Ξαναβρέθηκα σε αυτή την άβυσσο πριν από πολλά χρόνια όταν σε μία άλλη χώρα τόπο και χρόνο πήρα
μία τεράστια δόση ψυχοδηλωτικών ουσιών. Η εμπειρία ήταν δύσκολη και αβάστακτη.
Στην άβυσσο της απόγνωσης βρέθηκα στην εμπειρία μου κυριολεκτικά στον πάτο
ενός πηγαδιού. Μπορούσα να νιώσω την υγρασία και τα βρύα γύρω μου πάνω στους
τοίχους αλλά και να αισθανθώ την απουσία του φωτός. Είναι απίστευτη η αίσθηση
της απουσίας του φωτός και της παρουσίας του σκότους. Συχνά τα δύο ταυτίζονται
αλλά μέσα στην εμπειρία μου τότε ήταν πεντακάθαρο ότι το σκοτάδι δεν είναι απλώς
η απουσία του φωτός. Έχει τη δική του υπόσταση, γεμίζοντας κάθε πόρο του
σώματος, κάθε βρόγχο των πνευμόνων, οδηγώντας σε μία τρομακτική ασφυξία του
σώματος και των συναισθημάτων.
Αυτή είναι και η πραγματικότητα που βιώνω
προσωπικά στο τσιφλίκι μας. Ο πραγματικός μου εαυτός, τα όσα εγώ ορίζω για μένα
ως τα τμήματα που συνειδητά επέλεξα να με αποτελούν είναι καθημερινά καταδικασμένα
σε μία αργή και βασανιστική ασφυξία στον τόπο μας. Κάθε τι το προσωπικό, κάθε
ανακάλυψη για τον μικρό μου εαυτό, κάθε συναίσθημα είναι καταδικασμένο σε μία
σκοταδιστική απάνθρωπη σιωπή. Διότι φίλε μου αν στο τσιφλίκι δοκιμάσεις να
ανοίξεις το στόμα σου και να μιλήσεις για τα ευαίσθητα και τα τρυφερά λεγεώνες
συναισθηματικών βρικολάκων θα ορμήσουν πάνω σου να σε ξεσκίσουν. Αυτή η
διάσταση της ζωής μας είναι και η πιο δύσκολη για μένα. Η άρνηση της προσωπικής
και συλλογικής αυτογνωσίας των περισσότερων ανθρώπων μας είναι και η συνταγή
για τις σφαγές όλων μας. Τα πρέπει και τα μην που φορτωθήκαμε από μητρός
κοιλίας από το τετράπτυχο Κράτος-Εκκλησία-Κόμμαν-Οικογένεια μας συνοδεύουν καθημερινά
σαν αιμάσσουσες πληγές που πυορροούν όταν συναντούντον ίδιο αυταρχισμό, την
ίδια απουσία ευαισθησίας και Έρωτα. Πέρα από το μοντέλο ύπαρξης του πατρεμένου
με δύο σπίτια, δύο αυτοκίνητα και 2,5 παιδιά, πολύ λίγα άλλα επιτρέπονται στο
τσιφλίκι. Πέρα από «το γλείφειν εστίν φιλοσοφείν» και την ανέλιξη εντός της
κοινωνίας διά του έρποντας και γλείφοντας και με τα κέρατα των
κοινωνικοπολιτικών σαλίγκαρων που διαφεντεύουν τη ζωή μας δεν υπάρχει
αισθάνομαι χώρος για να υπάρξουμε διαφορετικά. Η μόνη οδός που μας προσφέρεται
είναι αυτή της υποταγής ή της εξορίας εντός του τσιφλικιού. Και αυτή η εξορία
είναι φίλε μου αβάστακτη.
Σε μία κοινωνία στην οποία η μοναδική αξία που
προάγεται είναι αυτή της αποκλειστικότητας και του ανήκειν σε κάποιον: στην
εκκλησία, στο κόμμα, στους γονιούς σου, στον άντρα σου, στη γυναίκα σου, στα
παιδιά σου, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα μίας αυθύπαρκτης φωτοβόλου υπάρξεως η
αλήθεια είναι ότι δεν αντέχω! Η Ελευθερία αν δεν περιλαμβάνει και την προσωπική
ευτυχία παύει να είναι Ελευθερία και μετατρέπεται σε ασφυκτιογόνο σκότος που
πνίγει με τα όποια δεσμά του.Έτσι και εγώ ως παιδί αυτής της κοινωνίας
αισθάνομαι αυτά τα δεσμά γύρω μου να με αρπάζουν και να προσπαθούν να με
πνίξουν για να σιωπήσω.
Δοκίμασε φίλε μου – υποθετική η πρόταση, σε
θερμοπαρακαλώ να μην – να μιλήσεις στους γύρω σου για τους πόθους και τις
έλξεις σου, για τους έρωτες και τις επιθυμίες σου, για το όραμα σου για ένα
καλύτερο κόσμο. Αν το πράξεις εύχομαι ολόψυχα να επιβιώσεις για να ζήσες άλλη
μια μέρα. Η Ελευθερία είναι αυτό που το σύστημα αξιών του τσιφλικιού φοβάται περισσότερο
από όλα. Και έτσι φίλε μου λεγεώνες συναισθηματικών βρικολάκων θα πέσουν πάνω
σου να σε ξεσκίσουν. Και θα το πράξουν κάποτε με το γάντι και χειρουργική
ακρίβεια και κάποτε με τον μπαλτά του κασάπη! Έτσι φίλε μου δεν αντέχω! Αν
περιμένεις λόγια σοφίας από το στόμα μου πολύ φοβάμαι ότι θα συναντήσεις μόνον
απόγνωση, από γνώση...
Υπομένω όμως. Συνειδητά υπομένω δικαιολογώντας
στην πορεία και το επίθετο μου. Τούτον το γέρημο επίθετο που δεν το διάλεξα και
που πολλοί μέχρι σήμερα με λοιδωρούν νομίζοντας ότι έχω την αλαζονεία να διαλέξω
ένα τέτοιο ψευδώνυμο είναι μέχρι στιγμής και το όχημα επιβίωσης μου. Όπως ο
προπάππους μου ο αντάρτης διέσωζε τον εαυτό του στα βουνά της Ηπείρου έτσι και
εγώ θέλω να πιστεύω ότι πράττω μέσα στην έρημο του τσιφλικιού. Άλλοτε σιωπώντας
καί άλλοτε πολεμώντας για όσα αγκαλιάζω και πιστεύω ως ορθά έχοντας πάντα κατά
νου τα λόγια του άλλου εκείνου αντάρτη που τον έλεγαν Τσε: «Ζήσε και πολέμησε
μιαν άλλη μέρα» και «ο αντάρτης είναι ο Ιησουίτης του πολέμου». Δεν αντέχω όμως,
θέλω πραγματικά να το καταγράψεις αυτό. Δεν αντέχω. Υπομένω. Είναι πολύ
διαφορετικό στα μάτια μου το ένα από το άλλο.
Ζω τη ζωή μου όπως τους κλέφτες και τους αμαρτωλούς
– ελπίζω να πιάνεις το λογοπαίγνιο - αναγνωρίζοντας ότι στο τσιφλίκι χρειάζεται
να κρύβω πολύ συχνά το ποιός είμαι και πώς αισθάνομαι για να επιβιώσω. Και στην
πορεία προσπαθώ να μην ξεχάσω ποτέ ποιός είμαι. Υποφέρω και υπομένω
συνειδητά...
Μέσα στην άβυσσο της ψυχοδήλωσης, στην εμπειρία
εκείνη σε μία άλλη χώρα, μέσα στο πηγάδι χωρίς φως με το σκοτάδι να με πνίγει η
φωνή της με έφτασε σαν μία λεπτή κλωστή μεταξωτού φωτός. Τα λόγια της φίλε μου
με έσωσαν:
«Μην ανησυχείς Σόλωνα, θα τα καταφέρουμε»!
Και της πίστεψα φίλε μου. Εμπιστέυτηκα πλήρως την άδολη, χωρίς υποκρισία και έπαρση απλή φωνή της, αυτής που το όνομα της δεν μπορώ να γράψω τώρα για να μην την σφάξει ο κόσμος τούτος. Εκείνη και η αγάπη της με εκτόξευσεν μέσα στην εμπειρία από το αβάστακτο πνιγηρό σκοτάδι στο φως. Εκεί όπου έχασα τον εαυτό μου, εκεί που το μικρό εγώ πάυει να μας βασανίζει. Πάνε πολλά χρόνια από τότε αλλά τα λόγια της είναι χαραγμένα μέσα στην ψυχή μου. Και η εμπιστοσύνη που έκτισε μέσα μου με συνοδεύει. Χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει νόημα φίλε μου. Και η απουσία του Έρωτα, η υποταγή του σε πρέπει και δεν πρέπει, το σφάξιμο του με τα δεσμά οδηγεί παντού και πάντοτε στο τσιφλίκι. Στο κάθε τσιφλίκι και την κάθε μάντρα.
«Μην ανησυχείς Σόλωνα, θα τα καταφέρουμε»!
Και της πίστεψα φίλε μου. Εμπιστέυτηκα πλήρως την άδολη, χωρίς υποκρισία και έπαρση απλή φωνή της, αυτής που το όνομα της δεν μπορώ να γράψω τώρα για να μην την σφάξει ο κόσμος τούτος. Εκείνη και η αγάπη της με εκτόξευσεν μέσα στην εμπειρία από το αβάστακτο πνιγηρό σκοτάδι στο φως. Εκεί όπου έχασα τον εαυτό μου, εκεί που το μικρό εγώ πάυει να μας βασανίζει. Πάνε πολλά χρόνια από τότε αλλά τα λόγια της είναι χαραγμένα μέσα στην ψυχή μου. Και η εμπιστοσύνη που έκτισε μέσα μου με συνοδεύει. Χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει νόημα φίλε μου. Και η απουσία του Έρωτα, η υποταγή του σε πρέπει και δεν πρέπει, το σφάξιμο του με τα δεσμά οδηγεί παντού και πάντοτε στο τσιφλίκι. Στο κάθε τσιφλίκι και την κάθε μάντρα.
Θυμίζω λοιπόν στον εαυτό μου ότι αν όχι για
μένα ο αγώνας είναι επιτακτική ανάγκη και χρέος για τα παιδιά που ασυνείδητα
έφερα στον κόσμο αγκαιλιάζοντας γνήσια τις αρχές και τις αξίες του τσιφλικιού.
Εκείνες δεν φταίνε σε τίποτε για την ημισυνδειδησία του πατέρα τους. Μου έδωσαν
όμως το πιο υπέροχο δώρο: Τη δυνατότητα να αγαπήσω και εγώ στη ζωή μου άδολα
και χωρίς την παραμικρή επιθυμία για κάποιο αντάλλαγμα. Οι κόρες μου με έσωσαν
από κάθε βρωμιά του τσιφλικιού. Κοιτάζοντας τις όλα αποκτούν την προοπτική
τους. Χωρίς πρέπει και δεν πρέπει χωρίς «Μεν το κάμεις τούτον απαγορεύεται...».
Επιθυμώ να ζήσουν σε ένα καλύτερο κόσμο από αυτόν που έζησε ο πατέρας τους. Και
αγωνίζομαι όσο μπορώ για αυτό...
Έτσι υπομένω. Και προσδοκώ πραγματικά στην
ανάσταση των εν ζωή «νεκρών» διά της επαναστάσεως. Είμαι σχεδόν βέβαιος στα σχεδόν –ήντα μου ότι η πιθανότητα να το
ζήσω είναι από απειροελάχειστη έως μηδαμινή. Ο αγώνας όμως είναι υπέροχος. Και
παρά το ότι δεν αντέχω αισθάνομαι ευλογημένος που γνώρισα και γνωρίζω ανθρώπους
με τους οποίους μέσα στη φυλακή μπορώ να μοιράζομαι κομμάτια του αληθινού
εαυτού μου. Με άλλους λίγα και με άλλους πολλά! Και τυχερός διότι με κάποιους,
ελάχιστους μπορώ να είμαι αυτός που θέλω εγώ και όχι ο άλλος που η κοινωνία
επιτάσσσει. Δεν ξέρω αν τους διάλεξα ή με διάλεξαν όπως δεν ξέρω αν ο αγώνας με
διάλεξε ή τον διάλεξα. Μάλλον και τα δύο.
Έτσι για να θυμίζω στον μικρό μου εαυτό όσα
σου γράφω διάλεξα για το προφίλ μου στο φατσοδευτέρι τη φωτογραφία που μου
έβγαλε στο σχολείο πίσω από το παράθυρο του διευθυντή ένας καλός συνάδελφος που
η πορεία μας κινήθηκε μαζί για κάποια χρόνια. Χαμογελώντας πίσω από τα σίδερα
και με το λογοπαίγνιο «Λα σιέρ ντε λα πρισόν σον πουρ λες λεβέντ». Διότι έχω
αγκαλιάσει ως όχημα επιβίωσης και τον Πόμπο μέσα μου τον μεγαλύτερο
Αριστοφανικό φιλόσοφο της παραδόσεως μας. Ο Πόμπος ζει και με καθοδηγεί.
Και ύστερα έρχονται κατι γράμματα σαν το δικό
σου, κάτι συναπαντήματα με φίλες και φίλους, δωρεές αγνώστων για τους νομικούς μας
αγώνες, προσφορές αγάπης από αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, μια αγκαλιά,
ένα κοίταγμα με νόημα στα μάτια και αναζωπυρώνεται μέσα μου η ελπίδα ότι ακόμη
και μέσα στο τσιφλίκι υπάρχει ο σπόρος για κάτι το πιο ωραίο. Δεν είναι αρκετό
αλλά βοηθά να υπομένω συνειδητά.
Η ελπίδα μου για ένα καλύτερο αύριο θα πεθάνει
με την τελευταία μου πνοή.
Εν τσιφλικίω Κύπρω – αληθινά συγχωρήστε με
φιλολογοι και φίλοι
Και με αγάπη
Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~