Friday, 13 November 2020

Η Εμπορικοποίηση του Θανάτου και η Χαμένη μας Αξιοπρέπεια

 


 Στους αγαπημένους φίλους και τις φίλες που έχασαν τους δικούς τους στην εποχή της πανδημίας

"Του κόσμου από τα θάματα

δεν είναι τίποτ’ άλλο

που νά ναι σαν τον άνθρωπο

περήφανο μεγάλο.

Σε φουσκωμένα κύματα

σε θάλασσα αφρισμένη,

αυτός ξέρει και μπαίνει

-και φύσαγε, νοτιά!

 

Και την θεά την υπέρτατη,

τη γη τη φαρδιοπλάτα,

που ακούραστα τα χαίρεται

τ΄αθάνατα της νιάτα,

ζεύει στ’ αλέτρι τ’ άλογα

και την περικυκλώνει,

βαθιά τηνε πληγώνει

και την καταπονά.

 

Πιάνει πουλιά γοργόφτερα

βουνίσια αγρίμια πιάνει,

τα ψάρια από την θάλασσα

αυτός με δίκτυα βγάνει.

Αυτός τον ταύρο, τ’ άλογο,

ξέρει να μεταπείσει,

τη λεφτεριά ν’ αφήσει

και στον ζυγό να μπει.

 

Αυτός και γλώσσαν έμαθε,

και σπίτια να σκεπάζει,

και νόμους εστερέωσε

και φρόνημα σπουδάζει.

Με χίλιους τρόπους έρχεται

και χίλους τρόπους ξέρει,

και μόνο δεν θα φέρει

θανάτου αποφυγή!" (1)

 

***

Ευλογήθηκα να συναντήσω τον θάνατο πολλές φορές στην ζωή μου.

Η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν σε μικρή ηλικία όταν η πρόγιαγια με το αρχαίο όνομα πέθαινε. Πολύ πριν τα αποστειρωμένα δωμάτια κλινικών και νοσοκομείων, η Ολυμπιάδα πέθανε στο κρεββάτι της, στο προσφυγικό σπίτι, περιτριγυρισμένη από όλη την οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της. Ο επιθανάτιος ρόγχος της με συνοδεύει ακόμη. Και η αίσθηση κάθαρσης των μεγαλυτέρων όταν εφκήκεν η ψυσιή της.

Η δεύτερη όταν πέθανε η εξάδελφη σε ατύχημα. Όντας παιδί ακόμη, ο θάνατός της έφερε ένα βαρύ πέπλο πάνω σε όλους μας.

Θείες, θείοι, παππούδες γιαγιάδες, φίλοι αγαπημένοι, πέρασαν το ποτάμι κατά τη διάρκεια της ζωής μου κάποτε πλήρεις ημερών κάποτε αναπάντεχα. Όλοι καταγράφονταν με διαφορετικό τρόπο, άλλοι ως φυσικό τέλος και άλλοι ως υπενθύμιση της τραγικότητας της ύπαρξής μας ως θνητά όντα.

Σε αυτή την πορεία συναντούσα συχνά τον τρόμο των μεγαλυτέρων μου μπροστά στο φρικτό μυστήριο του θανάτου και την υπαρξιακή αγωνία των μικρο-μέγαλων μας Εγώ μπροστά στο νομοτελιακό μας τέλος. Τις περισσότερες φορές αυτή η υπόμνηση κρατούσε μερικές μέρες – στην καλύτερη των περιπτώσεων – και μετά η αδάμαστη Φύση μας επέστρεφε στην καθημερινότητά μας.

Μεγαλώνοντας αναγνώρισα ότι το μεγαλύτερο μέρος του Φόβου προς τον Θάνατο μέσα μου δεν ήταν δικό μου αλλά άλλων. Ένα μέρος του Υγιές, η Φυσική Αγωνία του Τέλους του προσωπικού μου Εγώ μπροστά στο Μυστήριο της Ανυπαρξίας στον κόσμο των τριών διαστάσεων.

Ήταν τα ζώα μου που πρώτα με δίδαξαν την φυσική πορεία προς τον θάνατο. Τα ζώα γνωρίζουν...

Ο Wadud, η Γκριζούλα, ο Αδόλφος, κατάλαβαν ότι η ώρα τους έφτανε και αποχώρησαν, πρώτα σωματικά και μετά ψυχικά, αναζητώντας την ησυχία, την απομόνωση και έφυγαν έτσι ειρηνικά και ανεπαίσχυντα. Στην τελευταία του διδασκαλία ο γάτος μου, άρρωστος και ετοιμοθάνατος, νιαούριζε μία ώρα προτού τον αφήσω να βγει έξω από το σπίτι για να ξεψυχήσει Ελεύθερος. Ο γάτος που ποτέ δεν νιαούριζε. Στην ύστατη του πράξη, ο Αδόλφος, με δίδαξε να αφήνω και να αφήνομαι. Τον βρήκα νεκρό την επομένη στο πλάι του σπιτιού.

Οι θάνατοι των φίλων που έφυγαν νωρίς, του Μιχαλάκη, του Θεμιστοκλή, του Μίλτου και του Νικόλα με συνοδεύουν συχνά με την γνώση ότι οι καλοί ανάμεσά μας φεύγουν πρώτοι.

Οι χαμοί των ασθενών που στηρίζει η μικρή κοινότητα των Φίλων της Κάνναβης και η θλίψη της απώλειας ανθρώπων που πάλεψαν με τρομακτικές ασθένειες αβοήθητοι από το σύστημα υγείας, με συντροφεύουν. Η ευγνωμοσύνη των ιδίων και των οικείων τους για το δώρο της Εξόδου χωρίς άλλο πόνο.

Και οι θάνατοι των παππούδων και των γιαγιάδων που έζησαν την ζωή τους και την ολοκλήρωσαν μέσα σε μία αίσθηση απέραντης γαλήνης, που με ησυχάζουν.

«Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει», ήταν τα τελευταία λόγια σοφίας του αδελφού του παππού μου του Αντάρτη, στα ενενήντα του. Στην απέραντη ηρεμία του στο προσφυγικό σπίτι συνάντησα την κατάργηση του Φόβου. Και την Αξιοπρέπεια.

Και στον θάνατο του Γιάννη που γεννήθηκε στην ζούγκλα της Αφρικής και πέθανε στην ζούγκλα του Γενικού Νοσοκομείου της Κύπρου μου δόθηκε η ευκαιρία να είμαι συνοδοιπόρος του προς τον θάνατο, τραγουδώντας του μέσα στο κώμα που τον οδηγούσε, μέσα από ρηχές αναπνοές και αναστεναγμούς.

Ήταν όμως η προσωπική περιπέτεια υγείας που με έφερε κατάματα με τον Τρόμο για τον θάνατο. Μπροστά στην πιθανότητα του απρόσμενου Τέλους, πέρασα μέρες και μήνες πανικόβλητος και ανήμπορος, κάθιδρος και απροετοίμαστος. Στο παραλήρημά μου είχα την ευλογία να έχω την στήριξη των ανθρώπων που με αγάπησαν, την Μάρω, την Sue και τον Πέτρο. Η φιλότητά τους με έφερε πίσω. Και στην πορεία συνειδητοποίησα ότι δεν είναι τον θάνατο που φοβόμουν, αλλά την Ζωή. Όλα όσα έπνιξα μέσα μου, όλες τις επιθυμίες που προσπέρασα, όλα όσα ήθελα και δεν τολμούσα διότι οι Ενοχές, Ερινύες μιας αδηφάγας κοινωνίας με συντρόφευαν με τα πρέπει και τα μη τους.

Τα θυμούμαι όλα κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο, όταν ανήμπορος αφήνομαι στα χέρια ανώτερων από μένα δυνάμεων. Και μέσα στο ταξίδι ξαναζω όλα όσα θέλω να κάνω προτού πεθάνω.

 

***

 

Είναι όλα τούτα που σκέφτομαι καθημερινά πλέον την εποχή του κορωνοϊού, την εποχή που η χειραγώγηση του θανάτου και η τρομολαγνεία γύρω από τον «αόρατο εχθρό» μοιάζει να μας έχει οδηγήσει πολύ μακριά από το πρωτόκτιστο μας κάλλος.

Ο Υπαρξιακός Πανικός της απώλειας του ύψιστου αγαθού που μας έχει δοθεί, καλλιεργείται γύρω μέσα από την συνεχή τρομολαγνεία που μοιάζει να έχει υπνωτίσει όλόκληρη την Ανθρωπότητα και να την έχει υπνωτίσει σε βαθμό που ούτε να ζει, αλλά ούτε και να πεθαίνει με αξιοπρέπεια.

Όλα εκείνα που δεν κάναμε, όλα εκείνα που δεν ομολογήσαμε μας βασανίζουν συλλογικά τούτες τις άγριες μέρες. Φτάσαμε στ’ ανείπωτα. Οι άλυτες μας σχέσεις, όλα τα πρέπει και τα μη, οξύνονται σε βαθμό παραλογισμού.

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, οι πατεράδες και οι μητέρες μας πεθαίνουν μόνες και μόνοι σε αποστειρωμένα δωμάτια – γεμάτα νοσοκομειακά μικρόβια – και οι θάνατοί τους μεταδίδονται σε απ’ ευθείας μετάδοση μέσα από κάμερες σε εμάς τα παιδιά  τους.

Πού βαδίζουμε; Πώς ξεχάσαμε έτσι να ζούμε, να αγκαλιαζόμαστε και να αγαπιόμαστε άχρι θανάτου;

Απ’ όλα τα Υπέροχα που μας στερεί μία «Επιστήμη» χωρίς Άνθρωπο οδυνηρότερο βρίσκω να είναι η δυνατότητα μας να φύγουμε Αξιοπρεπώς. Με όλη την Τεχνολογική μας ανάπτυξη ως είδος, μοιάζει να ξεχνούμε ότι δεν είμαστε Θεοί. Και με όλη την εμπορία του θανάτου, τα χρήματα και τα μέσα που ξοδεύονται για να κρατήσουμε ετσιθελικά στην ζωή τον Άνθρωπο που συχνά θέλει να φύγει και να ησυχάσει, αποδεικνύουμε απλά την Αλαζονική μας Ύβρη. Ακόμη και μετά τον θάνατο φτάσαμε στο σημείο να παραδίδουμε στους οικείους σφαλιστά φέρετρα με τους ανθρώπους τους, χωρίς την δυνατότητα να λεχθει ένα «Γεια», να χυθεί ένα δάκρυ.

Πάνω στην Τελική ληξιαρχική μας πράξη έχουν στηθεί σάθρα οικοδομήματα Δογμάτων που υπόσχονται μια άλλη «καλύτερη ζωή» μακριά από αυτήν, αρνούμενα ουσιαστικά την δυνατότητα Ευτυχίας στο Εδώ και Τώρα. Ενοχικές διδαχές κατάργησης της Ηδονής και Παράδεισοι έξω από τον Κόσμο. Πόσοι θυμούμαστε ότι Κόσμος σημαίνει Κόσμημα;

Κάναμε την ασθένεια και τον θάνατο εμπόριο. Πανάκριβα φάρμακα και διαδικασίες για να κρατήσουμε Αλαζονικά τους Ανθρώπους μας δεμένους πάνω μας, ακόμη και όταν έχουν χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας και μας παρακαλούν να τους αφήσουμε να φύγουν. Δισεκατομμύρια αργυρίων για τις ύστερες ώρες ανθρώπων που ένα σύστημα Υγείας και κοινωνικής Αναλγησίας ανάγκασε να περνούν τα τελευταία τους μέσα σε γηροκομεία με αγνώστους, διότι το Κεφάλαιο – ναι είναι το Κεφάλαιο ηλίθιε Σόλωνα – πρέπει να έχει γρανάζια καλοκουρδισμένα που να γυρίζουν, και οι γέροι και οι γριές δεν έχουν καμία θέση σε αυτό, και τα παιδιά τους δεν έχουν χρόνο και χρήμα για να τους φροντίζουν, ακόμη και όσα αληθινά το θέλουν.

Ακόμη και μετά τον θάνατο συνεχίζεται το εμπόριο, φροντίδας, φερέτρου και αγοράς τάφου, ακόμη και ανέγερσης του μνημείου που κεκονιαμένο και εγκαταλειμμένο δεν θα επισκέπτεται μετά κανείς. Πόσοι παίρνουμε τα παιδιά μας στους τάφους των προγόνων μας; Πόσοι διηγούμαστε σε αυτά την προσωπική μας ιστορία μέσα στον Χώρο και τον αδηφάγο Κρόνο; Πόσες και πόσοι τους διδάσκουμε ότι είμαστε Περαστικοί;

Γραφεία τελετών, φέρετρα ωραία, περιποιημένοι τάφοι για να πνίξουν τις ενοχές των άλυτων μας σχέσεων και του: «Αγαπώ σε παπά, αγαπώ σε μάνα κι ας μην σε αντέχω». Εμπόριο τάφων. Ακόμη και η άρνηση της ίδιας της επιλογής του πώς θέλουμε να χειριστούν το πτώμα μας! Τι να κάνω την ύστατη επιθυμία του πατέρα μου να καεί; Την δική μου; Πόσο κοστίζει μία ακηδεία;

Αντικαταστήσαμε την Ουσία της Επαφής με μάσκες ευπρέπειας. Τώρα και μάσκες κυριολεκτικές, εγκαταλείποντας τους δικούς μας να πεθαίνουν τρομαγμένοι και μόνοι την Ύστατη ώρα διότι «ο αόρατος εχθρός καραδοκεί». Και τυφλωμένοι δεν βλέπουμε τους ορατούς εχθρούς που καννιβαλίζουν την ζωή και τον θάνατο των αγαπημένων μας.

«Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο Παράδεισος η Κόλαση εδώ...» (2)

Ξεχνούμε ότι μόνον ο Έρωτας και η Αγάπη κατανικούν τα δεσμά του Θανάτου. Οι μοναδικοί Άνθρωποι που έχω γνωρίσει στην σύντομη πορεία της ζωής μου που αληθινά δεν φοβούνται – και δεν προσποιούνται ότι δεν φοβούνται – τον Χάρο είναι όσοι έχουν Ζήσει και έχουν ρουφήσει την Ζωή μέχρι το μεδούλι. Γνωρίζουν ότι θα φύγουν και το αποδέχονται ως το Φυσικό Τέλος μίας ζωής Γεμάτης. 

Όταν μέσα στην άβυσσο των ψυχοδηλωτικών μου εμπειριών σε χώρες ξένες και με ουσίες πανάρχαιες ήρθα ενώπιον της διδασκαλίας του Τέλους κατανόησα ότι το Σώμα γνωρίζει να Πεθαίνει όπως γνωρίζει και να Ζει. Αυτή η Μέγιστη Διδασκαλία δώρο της Ψυχοδήλωσης, Απαγορεύεται από Νόμους και Εκτελεστές απάνθρωπους. Λέμε συνέχεια ότι «η Αλήθεια θα μας Ελευθερώσει» αλλά αγνοούμε για ποιά Αλήθεια μιλούμε. Και διώκουμε κάθε πιθανότητα να την μάθουμε.

Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι έχω λύσει προσωπικά όλη την αγωνία μου για τον προσωπικό μου Θάνατο, όπως και δεν έχω λύσει την προσωπική μου αγωνία για το πώς θα Ζήσω στο υπόλοιπο της μικρής μου πορείας στο Απέραντο. Γνωρίζω όμως με ποιό τρόπο Δεν θέλω να φύγω. Και θέλω όταν έρθει εκείνη η ώρα να φύγω αξιοπρεπώς χωρίς μηχανήματα να με κρατούν δεμένο και χωρίς να δεσμεύω κανένα κρεββάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιον που δεν έφτασε ακόμα η ώρα του. Θέλω να αναχωρήσω χωρίς να είμαι βάρος στους αγαπημένους μου. Και να βρεθούν Ιερουργοί του Ιπποκράτη να σεβαστούν την επιθυμία μου.

Επιθυμώ την ύστατη εκείνη ώρα  να θυμούμαι ότι όλα είναι Εν Τάξει κι ότι τα άτομα που μας συναποτελούν είναι σφυρηλατημένα όλα σε πυρήνες άστρων. Όλα είναι αβάσταχτα Υπέροχα γι αυτό και ο Πόνος του αποχωρισμού μας από την Υπεροχότητα είναι συχνά εξίσου Αβάσταχτος. Θέλω μετά να με κάψουν και τις στάχτες μου να τις σκορπίσουν σε μιαν μούττη των βουνών και μιαν παραλία της θάλασσας του τόπου μου, ενώ θα ακούεται το «Σ’αυτό τον κόσμο τον καλό τον χιλιομπαλωμένο ...». (3) Και κανένα Δόγμα και καμιά Εξουσία να μην έχει πρόσβαση στο κενό μου σαρκίο. Επιτρέπεται; Στην απάντηση που σήμερα είναι "Όχι" κρύβεται όλη η Υποκρισία ενός Συστήματος που έκανε τον Θάνατο εμπόριο σωμάτων και Ψυχών, αλλά καμώνεται ότι νοιάζεται για την Δημόσια Υγεία.

Αγαπηθείτε γιατί Χανόμαστε...

 

Σόλων Αντάρτης ~ solon_antartis@yahoo.com

~~~~~~~~~~~~~

 

Σημειώσεις

-------------

 

1. Από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, μετάφραση Κ.Μάνου, Βιβλίο «Η Γλώσσα μου Στ’ Δημοτικού, Τρίτο Τεύχος», ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2005, σελ.7-8

2.    Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

 

Εδώ είναι πλούσιοι και φτωχοί

Άνθρωποι κι ανθρωπάκια

Εδώ είν’ ο ήλιος κι η βροχή

Αγάπες και φαρμάκια

 

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

 

Είν’ η ζωή μια φυλακή

Και γύρω γύρω τοίχοι

Είναι του πόνου η μουσική

Της μοναξιάς οι στίχοι

 

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

 

Εδώ είναι πλούσιοι και φτωχοί

Άνθρωποι κι ανθρωπάκια

Εδώ είν’ ο ήλιος κι η βροχή

Αγάπες και φαρμάκια

 

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Από:

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=22031

 

3.     Αυτόν τον κόσμο τον καλό

τον χιλιομπαλωμένο

βρε ράβε ξήλωνε ράβε ξήλωνε

δουλειά δουλειά δουλειά να μη σου λείπει

 

Αυτόν τον κόσμο τον καλό

άλλοι τον είχαν πρώτα

βρε γέλα φίλε μου γέλα φίλε μου

δεν είναι δεν είναι δεν είναι και για λύπη

 

Αυτόν τον κόσμο τον καλό

σ’ εμάς τον παραδώσανε

βρε τρέχα φίλε μου τρέχα φίλε μου

και μη και μη και μη βαριά το παίρνεις

 

Αυτόν τον κόσμο τον καλό

άλλοι τον καρτεράνε

βρε σκέψου φίλε μου σκέψου φίλε μου

την ώρα την ώρα την ώρα που θα φεύγεις

Από:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=2862

 

 

No comments:

Post a Comment