Friday 25 December 2015

Χριστούγεννα στα χρόνια της Χολέρας





Το χριστουγεννιάτικο μήνυμα Ακκιντζί Αναστασιάδη και τα παραλειπόμενα του που δημοσίευεσε η «ομάδα Κόπρος» - αλήθεια πώς έχουν τόση πρόσβαση – ήταν μία γροθιά στο στομάχι. Αχώνευτη.

Το μήνυμα και η υποκρισία του με βύθισαν σε ένα κυκεώνα αναμνήσεων, τα δικά μας Χριστούγεννα στα χρόνια της χολέρας...

Η μικρή Μ. έφτασε στο σχολείο μου το Σεπτέμβρη. Ήρθε στην Κύπρο με μία βάρκα και τη μητέρα της από τη Συρία. Προηγήθηκε πριν από κάποιους μήνες ο πατέρας της. Η Μ. Είναι ένα παιδί γεμάτο χάρη, με το χαμόγελο στα χείλη. Δρα σαν πόλος συνένωσης όλων των Σύριων πρσφύγων του σχολείου αλλά και σαν συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε εκείνα και τα άλλα παιδιά του σχολείου. Δε μιλά λέξη ελληνικά. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει. Η Μ. Είναι φανερό ότι αγαπιέται. Από την πρώτη στιγμή ήταν καλοδεχούμενη από το σχολείο και τη κοινότητα γύρω του. Γονείς των παιδιών του σχολείου, δάσκαλοι πρόσφεραν ρούχα και τρόφιμα στην οικογένεια της και κάποιοι εξαίρετοι Άνθρωποι την προσκάλεσαν ανοίγοντας την αγκαλιά τους για εκείνη και την οικογένεια της. Η Φιλοξενία είναι θεμελιακή έννοια του πολιτισμού μας. Η Μ. Την βιώνει. Και στο άνοιγμα της αγκαλιάς των Κυπρίων γονιών του σχολείου μου ξεπλένεται μέσα μου η χολέρα...

Τα δικά μου Χριστούγεννα στα χρόνια της Χολέρας δεν ήταν ποτέ έτσι.

Η δεκαετία του 70 μετά την εισβολή κύλησε μέσα μου σαν μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς. Ο Όλιβερ Τουίστ με συνάντησε κάποια Χριστούγεννα της προσφυγιάς κάτω από το κρεββάτι δίπλα από τα παπούτσια. Εκεί έφερνε τα δώρα ο «άγιος Βασίλης». Τα δώρα ήταν κάτι τόσο σπάνιο στην παιδική μου ηλικία που όλα καταχωρούνταν πολύ βαθιά μέσα μου. «Όλιβερ Τουίστ», «Άθλιοι», «Μεγάλοι Εξερευνητές», «Τα μυστικά του Βάλτου», οι αποδράσεις μου στα χρόνια της χολέρας.

Οι ήρωες των μυθιστορημάτων μου μιλούσαν κατευθείαν χωρίς ενδιάμεσους. Στις διακοπές των Χριστουγέννων τα τελείωνα. Διάβασα τους δύο τόμους των Αθλίων μέσα σε εφτά μέρες. Πριν από τα «Playstation» ο Όλιβερ, ο Γαβριάς, ο Γιοβάν, ο Αποστόλης, η Τιτίκα, η Ηλέκτρα.

Με έσωσαν στα χρόνια της χολέρας.

Φεύγοντας από το σχόλείο άφηνα τον συμμαθητή μου το «Θεολάκη» στην αυτοσχέδια παράγκα από τσίγκο και χαρτόνι στο λόφο δίπλα από το σχολείο, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες τέτοιες παράγκες. Εγώ ήμουν τυχερός. Ο πατέρας μου δούλευε στη CYTA και μπορέσαμε να νοικιάσουμε όταν οι συγγενείς που μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν προτίμησαν να νοικιάσουν το χώρο τους στους «φοιτητές της ΠΑΚ».


Στο σπίτι που ενοικιάζαμε η σπιτονοικοκυρά χώρισε την αυλή με συρματόπλεγμα για να μην παίζουμε. Η χολέρα μας φαίνεται ήταν μεταδοτική. Στους δρόμους συχνά ακουόταν το «Φάε το φαΐ σου να μη  το φαν οι πρόσφυγες!». Και στο σχολείο τα δώρα των Χριστουγέννων ήταν τα μεταχειρισμένα ρούχα που έρχονταν μέσω UNICEF. Μαζί με τις ψείρες.

Δεν έζησα την περίφημη φιλοξενία του λαού μας στα χρόνια της χολέρας. Με μία φωτεινή εξαίρεση. Την οικογένεια Λούκα. Στα μάτια μου η οικογένεια της συμμαθήτριας μου της Μαρίας ήταν η επιτομή του τι σημαίνει άνθρωπος. Ο πατέρας και η μητέρα της μας αγκάλιασαν ως τέτοιους. Ο κύριος Αβραάμ με έμαθε να αγαπώ το τρέξιμο όταν μας έπαιρνε στα γήπεδα της Αγγλικής Σχολής για το καθιερωμένο του τροχάδην. Ήταν η φωτεινή και μοναδική εξαίρεση στα χρόνια της χολέρας.

Τα ρούχα μου τα φορούσε μετά από μένα ο Στέλιος και μετά ο Νικόλας στα χρόνια της χολέρας. Δεν τους θυμάμαι να φοράνε καινύρια ρούχα σ εόλη τη δεκαετία του 70. Ούτε τα Χριστούγεννα.

Δίπλα μας οργίαζε η «ανάπτυξη». Σπίτια χτίζονταν, ξενοδοχεία φύτρωναν στις παραλίες και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα «έτσι θέλει η Κυβέρνηση» μιλούσε κάθε Χριστούγεννα για την αξία των Χριστουγέννων και τη χριστιανική αγάπη που δε βίωνα. Θυμάμαι όμως με αγαλλίαση το πρωινό πρόγραμμα των 10π.μ. την ημέρα των Χριστουγέννων. Δε θυμάμαι πότε μπήκε στο πρόγραμμα η συναυλία από τη Βιέννη και ούτε και κατάλαβα ποτέ μου γιατί. Εγώ μεγάλωνα με άλλα ακούσματα με «παραπονεμένα και μαλαματένια λόγια».

Θυμάμαι τους συμπολίτες μου σας άρπαγες βρυκόλακες να αιχροκερδούν εις βάρος μας. Θυμάμαι συμμαθητές μου που νοικίαζαν μαχαιροπήρουνα. Το διανοείστε; Το ζήσαμε.

Και στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο μου καταχωρήθηκε από τότε η πάλη των τάξεων με άλλο τρόπο και άλλο όνομα. Πρόσφυγες και μη πρόσφυγες, έχοντες και μη έχοντες. Και «ο έχων δύο χιτώνας» κρατούσε τον έναν και νοικίαζε τον άλλον.

Τα Χριστούγεννα μου έκαναν αίσθηση μόνον για το βιβλίο που θα ερχόταν κάτω από το κρεββάτι δίπλα από τα παπούτσια.

Το μήνυμα των αχυρανθρώπων και τα παραλειπόμενα που δημοσίευσαν τα ανδρείκελα τους μου τα θύμισε όλα αυτά. Δύο υποκριτές μου ευχήθηκαν σε δύο γλώσσες «Καλά Χριστούγεννα» και «Επανένωση». Ο ένας αναρριχήθηκε στην προεδρία εκμεταλλευόμενος τον πόνο, το αίμα και τον μόχθο χιλιάδων από εμάς. Ο άλλος αναρριχήθηκε στην προεδρία λυμαινόμενος μέχρι σήμερα τα σπίτια φίλων μου. Και χασκογελούν σαν καραγκιόζηδες ανερυθρίαστα παίζοντας με τον πόνο μας. Θυμίζοντας μου ότι ακόμη έχουμε χολέρα όσοι από εμάς δε συμβιβαζόμαστε με τίποτε λιγότερο από το δικαίωμα μας να είμαστε αφέντες στον τόπο μας.

Άσσιχτιρ και στους δύο σας.

Καλά Χριστούγεννα θα αισθανθώ μόνον όταν θα μπορώ Ελεύθερος να τα απολαύσω μαζί με τον Αλέξανδρο, τον Hasan, τον Πέτρο, τον Huseyin, τον Σάββα, τον Ιωάννη στο λιμάνι της Κερύνειας χωρίς εποίκους και χωρίς ούτε έναν Τούρκο στρατιώτη. Και όταν άφοβα θα πιούμε στην μνήμη όλων εκείνων που δεν θα μπορούν να γιορτάσουν εκείνα τα Χριστούγεννα μαζί μας. Για εκείνους θα χύσουμε ένα ποτήρι στη θάλασσα. Μαζί με τα δάκρυα μας...

Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~~

2 comments:

  1. Όλοι αυτοί Σόλωνα μου ... απλά δεν βίωσαν ούτε στο ελάχιστο όσα έζησες εσύ.

    ReplyDelete
  2. This comment has been removed by the author.

    ReplyDelete