«Αντιληφθήκαμε πλέον ότι ήμασταν σε Ελληνική περιοχή. Έμοιαζε με όνειρο.
Για κανένα λεπτό νιώσαμε χαμένοι μέχρι να το συνειδητοποιήσουμε.
Και απότομα σφιχταγκαλιαστήκαμε. Κτυπούσαμε ο ένας τον άλλο με τα χέρια και τις κεφαλές μας (κουτουλούσαμε) χωρίς σταματημό. Τα δάκρυα μας βροχή και οι φωνές μας ουρλιακτά χαράς.
«Εγλυτώσαμε ρε Σωτήρη!!! Εγλυτώσαμε!!! Εγλυτώσαμε!!!»
Έτσι τελειώνει η Οδύσσεια του Μίκη Πασιά το προδομένο καλοκαίρι του 1974. Μία Οδύσσεια που άρχισε στην Άσπρη Μούττη του Πενταδακτύλου και κατέληξε στο πατρικό του σπίτι. Το βιβλίο του
«Α Παναγία μου! Πόλεμος Κύπρος 1974 Χαρκούμαι πως εν όρομα»
είναι ένα ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο.
Πέρασα το απόγευμα χθες κλαίγοντας με αναφιλητά ακολουθώντας την πορεία του Μίκη και των συμπολεμιστών του στα βουνά, τις ακτές και τους κάμπους της πατρίδας μας στην απέλπιδα προσπάθεια των νέων τότε του τόπου μας να αντιμετωπίσουν προδομένοι, πολυάριθμους εχθρούς.
Ο Μίκης με την αφιλτράριστη αφήγησή του παραδίδει σε όλους μας μία διαφορετική πολεμική ιστορία. Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται η λαϊκή απλότητα. Ξεκινά ακριβώς έτσι:
«Μην περιμένετε από εμένα πλούσιο και λογοτεχνικό λεξιλόγιο στα γραφόμενά μου όπως αυτό που χρήζουν οι πολυπληθείς πλέον διανοούμενοι και ρήτορές μας και ούτε θα κάμω χρήση ρητών και ποιημάτων, αρχαίων και σύγχρονων διανοούμενων. Απλά γιατί ούτε καν τα γνωρίζω».
Μέσα στην καταγραφή των εμπειριών του ο Μίκης του Πασιά που το Γέρι μετέχει μίας παράδοσης που ξεκινά από τον Όμηρο περνά από τον Μακρυγιάννη και καταλήγει σε μας.
Η ανάγνωση του είναι δύσκολη. Ο Μίκης μας στέλνει στην Κόλαση και στο Καθαρτήριο την ίδια ώρα, συχνά με ταχύτητα εναλλαγής των γεγονότων και των συναισθημάτων ασύλληπτη. Εάν είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ είμαι βέβαιος ότι το έργο του θα γινόταν κινηματογραφική ταινία, πιθανώς αρκετές κινηματογραφικές ταινίες. Καταράστηκε όμως να γεννηθεί σε έναν τόπο που οι βετεράνοι του προδομένου μας πολέμου περιθωριοποιούνται για να συγκαλυφθούν οι ευθύνες άλλων και να αποσιωποιηθεί η λιποταξία και η δειλία πολλών.
Ο Μίκης ανήκει στην αδελφότητα του 361 Tάγματος Πεζικού. Μία μονάδα που πολέμησε αδιάλειπτα σε πολλά μέτωπα και που μεγάλο τμήμα της εγκαταλείφθηκε αδιοίκητο, στις ακτές της Κερύνειας όταν έσπασε η αμυντική γραμμή της Μιας Μηλιάς στην δεύτερη εισβολή. Τις περιπέτειες αυτής της αδελφότητας, της σφυρηλατημένης μέσα στο καμίνι των μαχών, μας πετάσσει στα μούτρα ο συγγραφέας. Για να μην ξεχάσουμε, για να μην ξεχαστούν οι ήρωες, τίτλο που δεν διεκδικεί για τον εαυτό του, αλλά για τους πεσόντες Φίλους του. 91 πεσόντες χωρίς ούτε έναν μόνιμο αξιωματικό ανάμεσά τους, ούτε έναν επώνυμο. Τριάντα εξ αυτών εκτελεσμένοι, πιθανότατα μετά από φρικτά βασανιστήρια σε ομαδικό τάφο στον Κορνόκηπο των οποίων τα οστά μετακινήθηκαν για να μην αποτυπώνουν την πραγματικότητα:
«Ταυτοποιούμε και κηδεύουμε μικρά κομματάκια οστού, μεγέθους ενός αποτσίγαρου, τα οποία έμοιαζαν περισσότερο με πέτρα, παρά με οστό, μια επιγονατίδα, μια φάλαγγα ενός δακτύλου, ένα δόντι...»
Γι αυτούς γράφει ο Μίκης, σιωπηλός μέχρι πριν από μία δεκαετία. Ο δικός τους μνησιπήμων πόνος δεν τον άφησε να ησυχάσει. Και η Αγάπη...
Διατρέχοντας το βιβλίο του η Αγάπη είναι διάχυτη. Αποδρά μέσα από την αφήγηση, μέσα από το κελάηδημα των πολυβόλων, μέσα από τις κραυγές απόγνωσης, μέσα από τα πτώματα, γεμίζει την Νόηση και το Είναι του αναγνώστη. Η Αγάπη για τον τόπο, η Αγάπη του ενός για τον άλλο.
«Η Αγάπη που μακροθυμεί, που δεν ἀσχημονεί, που δεν ζητεί τα εαυτής, που δεν χαίρεται με την αδικία, που συγχαίρει δε την αλήθεια, η Αγάπη που πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Η Αγάπη που ουδέποτε ἐκπίπτει...»
Είναι αυτή η Αγάπη που οδηγεί τον Ιταλό Κύπριο Mario Gallari να Υπηρετήσει μαζί με τους Φίλους του και να σκοτωθεί ενώ μπορούσε κάλλιστα να το αποφύγει.
Είναι η Αγάπη που οδηγεί τον Κώστα Ορφανίδη να ζητήσει από τους συντρόφους του να σταματήσουν να τον κουβαλούν πληγωμένο και να τον εγκαταλέιψουν για να σωθούν.
Είναι αυτή η Αγάπη που οδηγεί τον Αντρέα Χατζηγιάννη από το Δάλι να συρθεί με κίνδυνο της ζωής του, για να ειδοποιήσει μέσα στην Κόλαση το προκεχωρημένο πολυβόλο στο οποίο βρίσκεται ο Μίκης και δύο συμπολεμιστές του ότι η γραμμή έσπασε και είναι μόνοι μπροστά. Είναι αυτή η Αγάπη που υπερβαίνει τον Φόβο, υπερβαίνει τον Χάροντα.
Είναι η Αγάπη και η Φιλία που οδηγεί τραυματίες να εγκαταλείπουν τα νοσοκομεία και να συντρέχουν ξανά στους Φίλους τους στην πρώτη γραμμή.
Αυτή η ένοπλη Αγάπη δεν γνωρίζει κόμματα, δεξιούς και αριστερούς. Είναι αυτή την Αγάπη που πολεμούν από τότε οι διάφοροι πολιτικάντηδες κρύβοντας επιμελώς τις αφηγήσεις των ανθρώπων μας. Κρύβοντας και την προδοσία χωρίς προδότες. Ο Μίκης δεν χαρίζεται στους υπέυθυνους. Ονομάζει ριψάσπιδες, ζωγραφίζει άλλους των οποίων τα ονόματα δεν γνώριζε. Φωτογραφίζει το κλίμα διχασμού που υπήρχε. Μέσα από το καμίνι του πολέμου σφυρηλατεί όμως την ανάγκη για Ενότητα.
Το έργο του Μίκη είναι μία πολεμική αφήγηση. Και ως τέτοια είναι κατ’ εξοχήν αντιπολεμική. Σε κανένα σημείο της ο συγγραφέας δεν φημίζεται για τα κατορθώματά του ιδίου. Μόνον τον ηρωισμό άλλων καταθέτει ζητώντας την Δικαίωσή τους. Είναι συγκλονιστικό του πως η ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, οι Άγγελοι και οι Δαίμονες συνυπάρχουν και αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες.
Δεύτε Λάβετε Φως. Πέρκι ξιστραβωθούμεν...
«Πώς άλλαξαν οι καιροί;
Πώς χάθηκε τόσο συναίσθημα;
Τι μας απόμεινε;»
Για το βιβλίο αποταθείτε στον ίδιο τον συγγραφέα στο τηλέφωνο 99435999
Σόλων Αντάρτης ~ solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~~
Πηγές
-------
Η συνέντευξη του συγγραφέα στον γράφοντα στην εκπομπή «Σόλωνα και Γόμορρα»
https://www.facebook.com/voulitv/videos/569872503609221/
No comments:
Post a Comment