Wednesday, 3 August 2016

Μάνα μου Ελλάς





Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.
(1)

Μπροστά στη φωτογραφία του Μιχάλη Μπάκα από τη Λέσβο ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Ο πονοκέφαλος από την προσπάθεια να μην λυθώ σε λυγμούς κράτησε την μισή μέρα. Δεν χωρούσαν τα δάκρυα μου ανάμεσα στους δεκάδες τουρίστες που παρακολουθούσαν την έκθεση φωτογραφίας στο μουσείο Μπενάκη.

Η φωτογραφία συνάρπασε το μάτι μου προτού καλά καλά καταλάβω τι έβλεπα. Ίσως ήταν η εικόνα της ελληνικής σημαίας πάνω στον ιστό, δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την εικόνα της μάνας που κρατούσε τα τρία παιδιά της. Μου πήρε λίγη ώρα εστιάζοντας για να αντιληφθώ ότι ήταν άγαλμα. Στα δικά μου μάτια το άγαλμα – δεν ξέρω αν αυτή είναι η πραγματικότητα – παρουσιάζε μία μικρασιάτισσα μάνα με τα τρία προσφυγόπουλα της να ατενίζουν ίσως τη γενέθλια γη πέρα από τη θάλασσα. Ο πρόσφυγας μέσα μου που ζει το ίδιο δράμα καθημερινά γνωρίζοντας ότι το σπίτι του είναι 300 μέτρα μακριά από τη γραμμή αντιπαράταξης αλλά δεν μπορεί να το φτάσει ήθελε να γονατίσει μέσα στο μουσείο και να κλαίει γοερά με λυγμούς.

Με θολωμένα τα μάτια και το σφίξιμο ανάμεσα στα φρύδια συνέχισα να βλέπω. Μόνον τότε αντιλήφθηκα ότι πάνω στο άγαλμα και γύρω από αυτό έβλεπα νέους πρόσφυγες να καταλήγουν στο ασφαλές καταφύγιο ενός ελληνικού νησιού και να απλώνουν τα ρούχα τους για να στεγνώσουν από την αρμύρα. Κάποιοι κάθονται ημίγυμνοι στη βάση του αγάλαματος.

Οι στίχοι ανάβλυσαν από τα βάθη της ύπαρξης μου αβίαστα. Μάνα μου Ελλάς... Όχι ο χώρος, όχι η χώρα, όχι το κράτος αλλά το σύνολο του αξιακού οικοδομήματος με το οποίο πορεύομαι στη ζωή αενάως στροβιλιζόμενος στους μαιάνδρους των αρχών με τους οποίους με ανέστησε.

Φιλοξενία! Από τις ανοικτές πόρτες των παιδικών μου χρόνων και την συμπεριφορά ανθρώπων που δεν ήταν σπουδασμένοι την έμαθα. Από τις γιαγάδες και τους παπούδες μου και τις γιαγιάδες και τους παππούδες των φίλων μου με τα ελληνικά ονόματα την βίωσα ώσπου έγινε ένα βίωμα τόσο δυνατό και τόσο βαθιά ριζωμένο που έγινε συνυφασμένο με τη φύση μου.

Έτσι η άλλη φωτογραφία με τις γιαγιάδες που πλημμύρισε το δίκτυο δεν μου προξένησε καμία έκπληξη. Απλά μου θύμισε τις δικές μου. Η πράξη που τόσο συγκίνησε ολόκληρη την ανθρωπότητα ήταν τόσο φυσική και αυτοφυής για μένα. Σύμφυτη με τον πολιτισμό και την ύπαρξη μου. Μάνα μου Ελλάς. Ενίοτε δε και γιαγιά... Η ικανότητα μας να συγκινούμαστε με το αυτοφυές μας κάνει ανθρώπους.




Ζούμε σε ένα φρενοκομείο. Μέσα στο φρενοκομείο του οποίου την πόρτα άνοιξε ο αδηφάγος ιμπεριαλισμός είναι απόλυτα φυσικό να ακούονται κάθε λογής φρενοκομειακά λόγια. Ο χειρισμός και ο δημόσιος διάλογος γύρω από την προσφυγιά με γεμίζει οδύνη. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται ενάντια στους πρόσφυγες από την λαίλαπα των πολέμων στη Μέση Ανατολή χτέρνουν μέσα μου πληγές πυοφόρες και αιμάσσουσες οι οποίες δεν πρόκειται να κλείσουν όσα χρόνια και αν περάσουν. Όσοι από μας ζήσαμε την προσφυγια μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο άγαλμα, στα παιδιά του, στους ημίγυμνους άντρες στη βάση του, στα ρούχα που στεγνώνουν πάνω του τον εαυτό μας, τον πατέρα μας, τη μάνα μας, τα αδέλφια μας. Στις ύβρεις ότι «είναι μουσουλμάνοι», «είναι τζιχαντιστές», «είναι χαραμοφάηδες», στις υπόνοιες του «γιατί δεν έμειναν στον τόπο τους να πολεμήσουν» αναγνωρίζουμε το «Τουρκόσποροι» των μικρασιατών και το «φάε το φαΐν σου νε μεν το φαν οι πρόσφυγες» των παιδικών μας χρόνων στην Κύπρο.

Και στους στίχους:

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.

αναγνωρίζουμε τη μικρότητα του κράτους, της χώρας, των θεσμών της, των πολιτικών της, των ξεπουλημένων υποσχέσεων των κενών λόγων της ανθρώπινης ματαιοδοξίας που αντικαθιστά τη μάνα μας με το κακέτυπο της, στην απουσία των συναισθημάτων, στην απομάκρυνση από τις αρχές και τις αξίες που μας δίδαξε.

Δεν είμαστε όλοι πρόσφυγες! Τα μνημεία «προοδευτικής» υποκρισίας και κρατικής κομπορρημοσύνης με τα μεγάλα λόγια και την προσφορά με το αζημίωτο, που βολικά ξεχνούν ότι είμαστε και εμείς πρόσφυγες και όλοι εκείνοι που εκμεταλλεύονται με δόλο το δράμα των σύγχρονων ικέτιδων καθώς και οι φασίστες ανάμεσα μας που τους στοχοποιούν δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε το δράμα, ούτε την καθημερινότητα τους. Δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να γνωρίζουν τι σημαίνει να κοιμάσαι σε ένα στάβλο ανάμεσα στα ζώα διότι οι συμπολίτες σου δεν σου έδωσαν πρόσβαση στο σπίτι. Δεν γνωρίζουν διότι δεν το βίωσαν ποτέ να είσαι ξένος στον ίδιο σου τον τόπο. Δεν το χωρεί ο νους τους ότι κάποιοι νοικίαζαν κουτάλια και πηρούνια και πιάτα σε ανθρώπους σαν και μας. Και επειδή δεν το βίωσαν το παίζουν «προοδευτικοί» υπερασπιστές – με το αζημίωτο – ή γίνονται επιθετικοί φασίστες συνώνυμοι με την βαρβαρότητα.

Ύστερα έρχεται η άλλη φωτογραφία του Μιχάλη Μπάκα να με αποτελειώσει. Η αγάπη εν καιρώ πολέμου. Η ανάπαυση του συντρόφου. Ο θείος Έρως και η δυνατότητα επιτέλους να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς, να πλαγιάσεις διότι το Τέρας είναι πίσω σου πέρα από τη θάλασσα, πέρα από το συρματόπλεγμα. 




Και ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι το φόβο του θα τον κουβαλείς πάντα για μια ζωή, θα σε χαράσσει, θα παραμονεύει πάντοτε μέσα στο σκοτάδι, θα κατοικεί πάντοτε στους ήχους που θυμίζουν το κροτάλισμα του πολυβόλου ή του κρότου που θυμίζει βόμβα. Θα σε επισκέπτεται ξανά όπου ταξιδεύεις όταν στον κάθε τέτοιο ήχο θα αλαφιάζεις και θα προσπαθείς να καλύψεις τους αγαπημένους σου με ανησυχία. Θα είναι μαζί σου σε κάθε αεροδρόμιο και σε κάθε ταξίδι όταν ενώ όλοι οι άλλοι θα περπατούν αμέριμνοι εσύ θα κοιτάζεις από που μπορεί να έρθει ο κίνδυνος και ποιές είναι οι έξοδοι διαφυγής.

Θα μάθεις όμως να ζεις μαζί του. Και θα μάθεις ξανά και ξανά και ξανά ότι το μέτρο όλων είναι ο Άνθρωπος. Και η μάνα σου θα σε αγκαλιάζει.

Λέγεται ότι μέσα στην κόλαση του Άουσβιτς τέσσερις ραββίνοι δίκασαν τον Θεό. Ήταν μία αληθινή δίκη με κατήγορους και υπεράσπιση. Όταν η δίκη τελείωσε τον βρήκαν ένοχο. «Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτήθηκαν. Ο γηραιός ανάμεσα τους απάντησε:
«Άς προσευχηθούμε»

Άκου λοιπόν την προσευχή ενός προσφυγόπουλου μάνα μου Ελλας.

Όχι η χώρα, το κράτος, οι θεσμοί και τα σύνορα της. Η άλλη η μάνα μου, εκείνη που με ανάστησε με τον αξιακό της κόσμο.

Την Κύπρο σου την όμορφη ποτέ μην την ξεχνάς... Ούτε και τους ικέτες που ξεβράζονται στις ακρογιαλιές σου. Η φιλοξενία είναι λέξη ελληνική.

Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com

~~~~~~~~~~~~


Πηγές

--------

1. Μανα μου Ελλάς


Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.

No comments:

Post a Comment