Στους παππούδες μας με τα
Ελληνικά ονομάτα
Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Ένας
απλός, άσημος άνθρωπος του λαού. Με τις μυρωδιές του χωριού του ακόμη πάνω του.
Με τη μυρωδιά των τσιγάρων που έμαθε στον Μεγάλο Πόλεμο – ή μήπως παιδί ακόμη
στα μεταλλεία; - όπου πήγε εθελοντής και τα έφερνε με τις μεταλλικές κούτες στο
σπίτι. Τα έκοψε στα 65 του μετά από τρία εφράγματα όταν ο γιατρός του του κέρασε
ένα λέγοντας του: «Τι τα χώνεις κάτω από το μαξιλάρι; Πάρε ένα και σου εγγυώμαι
ότι θα πεθάνεις αν συνεχίσεις».
Αγύριστο κεφάλι. Κυπραίος με τα όλα του. Με το
χαλλούμιν το τηανητόν και τα αυκά με το πόλιπιφ, τα λουκάνικα, τα αγρέλια, το τσιγάρον που με έπνιεν ως τα τρία εμφράγματα.
Πάτερ φαμίλιας με τα θετικά και τα αρνητικά του. Υπεύθυνος μα και αυταρχικός,
ευγενικός μα και απότομος, ευαίσθητος μα και σκληρός. Ο παππούς μας ο αντάρτης.
Ο παππούς μου ο αντάρτης. Ένας παππούς αμίλητος.
Όπως πολλοί απλοί λαϊκό άνθρωποι έφυγε ήσυχα
από τη ζωή όπως ήσυχα - νομίζαμε – την έζησε. Αμίλητος. Διθύραμβοι δεν
ακούστηκαν στην κηδεία του. Σημαίες δεν σκέπασαν το φέρετρο του. Οι παλιοί του
σύντροφοι είτε είχαν φύγει πριν από αυτόν, είτε τον ξέχασαν.
Η κληρονομιά του στα εγγόνια του κάποιες
εκατοντάδες βιβλία και περιοδικά. Κλασικά εικονογραφημένα, Μπλεκ, Κράνος, Μικρός
Ήρως και πολλά πολλά βιβλία τσέπης. Ο εκτελεστής, Ο Εξολοθρευτής, SAS, Ο Χιτών, Quo Vadis. Τότε που τα διαβάζαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε την αξία πολλών από αυτά. Τα
περισσότερα τα έκαψε μια μέρα η γιαγια πυρώνοντας το φούρνο. Ή ζεσταίνοντας το
λουτήρα για το μπάνιο, δεν είμαι σίγουρος.
Το χειροποίητο ξυλόγλυπτο φιδάκι σε ένα μέρος
του σπιτιού, που μάγευε τη φαντασία ενός μικρού αγοριού με το ίδιο όνομα. Και ο
παππούς αμίλητος, να μην μοιράζεται ποτέ ούτε μία προσωπική ιστορία. Δεν
κατάλαβαμε ποτέ μας γιατί. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι κατατάγηκε στον αγγλικό
στρατό το 40 και ότι λόγω ύψους τον πήραν στην στρατιωτική αστυνομία. Ήταν στην
Αίγυπτο στην εκστρατεία της ερήμου. Και εκεί πήρε μία από τις πρώτες τρεις
θέσεις σε αγώνα με μοτοσυκλέτες στην έρημο. Η αγάπη του για τις μοτοσυκλέτες
ήταν πιο μεγάλη από τις αφηγήσεις για ηρωικά κατορθώματα. Ήσυχα ήρθε, ήσυχα
έφυγε με πολλή ταλαιπωρία ενδιαμέσως. Ο παππούς μας. Ο παππούς μου.
Και ύστερα μετά θάνατον οι ιστορίες να
έρχονται μέσα στο πέρασμα του χρόνου να φωτίζουν την παρουσία του στην απουσία
του. Και να καταδιώκουν τα εγγόνια του και τον εγγονό του το δάσκαλο που δεν
ρώτησε και που όταν ρώτησε δεν επέμενε.
Οι ιστορίες για τη φτώχια και την ορφάνια. Ο
πρόπαππος που έπινε. Ο θάνατος των γονιών του και η ορφάνια. Η ζωή σαν Όλιβερ
Τουίστ και ο ύπνος στα νεκροταφεία. Το τσιρακκούδιν των μεταλλείων, ο
σκαρπάρης, ο πογιατζής, ο τραγουδιστής, ο φτωχός που πήγε στον πόλεμο για να
ζήσει η οικογένεια του μέσα στην κρίση. Ο Έλληνας που ήταν φίλος με τους
Τούρκους που κανένας δεν τον άκουσε ποτέ να λέει μιαν άσχημην κουβέντα για τους
συγχωριανούς του ούτε για τους Τούρκους του διπλανού χωριού. Ακόμη κι όταν
έκαμαν τα αυτοσχέδια τανκ από τράκτορ και πυροβολιούνταν στα χωράφια το 63. Ακόμη και μετά την εισβολή και το κακόν. Ο
παππούς μας ο αμίλητος. Ο παππούς μου.
Και ο αγώνας. Οι δυναμίτες που έκλεβε από τα
μεταλλεία για να τους δώσει στην οργάνωση. Τον έψαξαν πολλές φορές μα δεν τους
βρήκαν. Τους έχωνε στο φανάρι της μοτοσυκλέτας. Όταν όμως ο ξάδελφος του
απαγχονίστηκε, όταν τα δύο αδέλφια του συνελήφθησαν για συμμετοχή στην
οργάνωση, τον απέλυσαν μαζί με τον άλλο του αδελφό. Υπόνοια υποστήριξης της
τρομοκρατίας. Φτωχός και πένης ξανά. Από την περίοδο της «δόξας» μόνο ένα μικρό
αναμνηστικό. Το φιδάκι που σκάλισε ο αδελφός του ο αντάρτης στα κρατητήρια της
Κοκκινοτριμιθιάς. Εκείνο που μάγευε τον μικρό εγγονό με το ίδιο όνομα.
Τι παράξενοι που ήταν τούτοι οι παππούδες μας.
Αν τους άκουες να μιλούν θα θαρρούσες ότι ήταν οι πιο άσημοι των ασήμων, χωρίς
καμία άισθηση αντίληψης για τις πράξεις τους. Αυτοί που τα έβαλαν με τον σιδηρόφρακτο
φασισμό. Αυτοί που στάθηκαν μπροστά σε μια αυτοκρατορία. Ξυπόλητοι και πένητες.
Αν τους άκουες να μιλούν θα άκουες έναν απεριόριστο θαυμασμό για τους αντιπάλους
τους. Τους Γερμανούς και τους Άγγλους. Κουβέντες που ξεχείλιζαν από αγάπη και θαυμασμό για τον Ρόμμελ, τον Μοντγκόμερυ, την
οργάνωση των Άγγλων και των Γερμανών, τις σοκολάτες, τον βούτυρο, τη ζάχαρη
πανω στο ψωμί. Οι παππούδες μας. Ο παππούς μου. Που δεν διάβασαν ποτέ
Μακρυγιάννη αλλά που του έμοιαζαν τόσο πολύ στους τρόπους και τη γλώσσα.
Κάθε πρώτη του Απρίλη τους θυμούμαι πιο
έντονα. Τον θυμούμαι πιο έντονα. Οι δάσκαλοι που μας δίδασκαν χωρίς να μιλούν.
Οι δάσκαλοι που μας δίδαξαν πιο πολλά με όσα δεν είπαν. Οι δάσκαλοι που μας
έμαθαν με την απουσία τους όσο ποτέ δε θα μπορούσαν με την παρουσία τους. Οι
παππούδες μας. Ο παππούς μου.
Και αναπόφευκτα μετά συγκρίνω. Συγκρίνω την
σιωπή τους με όλες τις ακατάσχετες λογοδιάρροιες που ακούονται την σήμερον από
λιμοκοντόρους καρεκλοκένταυρους ή ακόμη και από παλιούς συναγωνιστές τους που
εξαργύρωσαν με το αζημίωτο τη συμμετοχή τους στον αγώνα για εκείνους, τα παιδιά
και τα εγγόνια τους φορώντας τη δράση τους σαν διαβατήριο ώσπου και εκείνη
έχασε τη λάμψη της δίπλα σε πολιτικάντηδες. Δεν έχω πλέον κανένα σεβασμό σε
αυτούς που πούλησαν την ψυχή τους για να αποτελούν το άλλοθι της «μεγάλης
πατριωτικής εθνικόφρονας παράταξης».Δεν έχω κανέναν σεβασμό σε όσους με την παρουσία τους δίδουν άλλοθι σε ψέυτες, κλέφτες και λωποδύτες να εκφωνούν πανηγυρικούς για τους παππούδες μας. Για τον παππού μου.
Ο παππούς μου θα με μάλωνε για όσα γράφω,
είμαι σίγουρος. Αυτός που δεν είπε ποτέ κανέναν κακό λόγο για κανέναν θα μου έλεγε
πιθανώς:
«Σολή δεν εν σωστόν γιε μου να γράφεις τούτα τα πράματα. Μιλάς για αθρώπους που αγωνίστηκαν, που εσιωνώσαν γαίμαν, που είδαν τους φίλους τους να πεθανίσκουν, που εβασανιστήκαν...»
«Σολή δεν εν σωστόν γιε μου να γράφεις τούτα τα πράματα. Μιλάς για αθρώπους που αγωνίστηκαν, που εσιωνώσαν γαίμαν, που είδαν τους φίλους τους να πεθανίσκουν, που εβασανιστήκαν...»
Θα τον κοίταζα αμίλητος. Ο παππούς μου ο αμίλητος, ο εγγονός του ο
αμίλητος. Μια ιστορία χωρίς αίσιο τέλος. Και οι συναγωνιστές του σήμερα δίπλα
στους πολιτικάντηδες να μιλούν για το μεγαλείον του Αγώνα. Για τους παππούδες
μας με τα Ελληνικά ονόματα.
Και ο παππούς του Κώστα ακόμη να διερωτάται:
«Και τι θα
γίνει τώρα,
θα σχίσουμε
τα παλιά μας τετράδια
που ‘ταν
γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε
τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ‘ ταν
γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς
και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε
τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις
ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε
τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την
«Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε
το χάρακά τους
και την
τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ‘γραφαν
«Ένωση»;
Αλήθεια,
πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;»
Με τα λόγια του να μου τρυπούν το κεφάλι και να μου ξεσσιήζουν την ψυσιήν.
Κύπρος εν
Ταύροις 2016. Χωρίς αίσιον τέλος.
Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~
Ήταν ανάγκη, φίλε Σόλωνα, να μας αναστατώσεις πάλι με τα κείμενα σου; Ήταν ανάγκη να μας τα κάμεις όλα συνειδητά; Δεν μας άφηνες στην αναισθησία μας;
ReplyDelete«Διανύουμε την εποχή της ερήμου
ReplyDeleteΟ μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει
Θα ‘ναι μουγκός»
«24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης
Αφιερωμένο στη μνήμη του παππού του Αμίλητου
Γιώργος Κυριακού, Αίγινα
Εξαιρετικό φίλε Σολή, μας θύμισες τον παππού μας...
ReplyDelete